ὀξάλειος: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(9) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksaleios | |Transliteration C=oksaleios | ||
|Beta Code=o)ca/leios | |Beta Code=o)ca/leios | ||
|Definition=[ᾰ], ον, < | |Definition=[ᾰ], ον, [[sourish]], συκαῖ Apollod.Car.25.3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] und ὀξάλιος, säuerlich; eine Art Feigen, ὀξάλεια, Ath. III, 76 a aus Apollod. Caryst. und VLL., s. [[ὄξαλος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀξάλειος''': -ον, «ξινός», τὰ λοιπὰ μὲν γὰρ ὀξαλείους χωρία συκᾶς φέρει, τοὐμὸν δὲ καὶ τὰς ἀμπέλους Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Προικιζομένῳ». - Καθ’ Ἡσύχ. «ὀξάλεια· [[εἶδος]] σύκων». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀξάλειος]], -ον (Α) [[οξαλίς]], -ίδος<br /><b>1.</b> όξινος, [[ξινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀξάλεια</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εῖδος σύκων». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ον, sourish, συκαῖ Apollod.Car.25.3.
German (Pape)
[Seite 351] und ὀξάλιος, säuerlich; eine Art Feigen, ὀξάλεια, Ath. III, 76 a aus Apollod. Caryst. und VLL., s. ὄξαλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξάλειος: -ον, «ξινός», τὰ λοιπὰ μὲν γὰρ ὀξαλείους χωρία συκᾶς φέρει, τοὐμὸν δὲ καὶ τὰς ἀμπέλους Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Προικιζομένῳ». - Καθ’ Ἡσύχ. «ὀξάλεια· εἶδος σύκων».
Greek Monolingual
ὀξάλειος, -ον (Α) οξαλίς, -ίδος
1. όξινος, ξινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξάλεια
(κατά τον Ησύχ.) «εῖδος σύκων».