αφιλοξενία: Difference between revisions
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
(7) |
m (Text replacement - "ἀξενία, κακοξενία" to "ἀξενία, ἀφιλοξενία, ἀφιλοξενίη, κακοξενία") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM ἀφιλοξενία) [[αφιλόξενος]]<br />[[έλλειψη]] φιλοξενίας, [[απροθυμία]] για [[φιλοξενία]]. | |mltxt=η (AM ἀφιλοξενία) [[αφιλόξενος]]<br />[[έλλειψη]] φιλοξενίας, [[απροθυμία]] για [[φιλοξενία]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[inhospitality]]=== | |||
German: [[Ungastlichkeit]], [[Unwirtlichkeit]]; Greek: [[αξενία]], [[αφιλοξενία]]; Ancient Greek: [[ἀμειξία]], [[ἀμειξίη]], [[ἀμιξία]], [[ἀμιξίη]], [[ἀξενία]], [[ἀφιλοξενία]], [[ἀφιλοξενίη]], [[κακοξενία]], [[τὸ ἄμικτον]]; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: [[inospitalità]]; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: [[inhospitalidad]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:27, 3 March 2024
Greek Monolingual
η (AM ἀφιλοξενία) αφιλόξενος
έλλειψη φιλοξενίας, απροθυμία για φιλοξενία.
Translations
inhospitality
German: Ungastlichkeit, Unwirtlichkeit; Greek: αξενία, αφιλοξενία; Ancient Greek: ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀξενία, ἀφιλοξενία, ἀφιλοξενίη, κακοξενία, τὸ ἄμικτον; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: inospitalità; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: inhospitalidad