αποφράζω: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(6)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -σσω (AM [[ἀποφράσσω]], Α κ. -ττω κ. [[ἀποφράγνυμι]], κ.<br />γνύω)<br />[[κλείνω]], [[φράζω]] εντελώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />(-σσω)<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] φραγμένο, [[ξεβουλλώνω]].
|mltxt=κ. [[αποφράσσω]] (AM [[ἀποφράσσω]], Α κ. [[ἀποφράττω]] κ. [[ἀποφράγνυμι]], κ. ἀποφραγνύω<br />[[κλείνω]], [[φράζω]] εντελώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />(-σσω)<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] φραγμένο, [[ξεβουλλώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:26, 7 March 2024

Greek Monolingual

κ. αποφράσσω (AM ἀποφράσσω, Α κ. ἀποφράττω κ. ἀποφράγνυμι, κ. ἀποφραγνύω
κλείνω, φράζω εντελώς
νεοελλ.
(-σσω)
ανοίγω κάτι φραγμένο, ξεβουλλώνω.