μυνδός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myndos | |Transliteration C=myndos | ||
|Beta Code=mundo/s | |Beta Code=mundo/s | ||
|Definition=μυνδόν, [[dumb]], S.''Fr.''1072, Lyc.1375; μυνδότεροι νεπόδων Call. ''Fr.''260. | |Definition=μυνδόν, [[dumb]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''1072, Lyc.1375; μυνδότεροι νεπόδων Call. ''Fr.''260. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:50, 23 March 2024
English (LSJ)
μυνδόν, dumb, S.Fr.1072, Lyc.1375; μυνδότεροι νεπόδων Call. Fr.260.
German (Pape)
[Seite 217] (μύω, mutus), stumm; Callim. fr. 260; Lycophr. 1375; von den Alten abgeleitet von μὴ αὐδῶν; den Accent bemerkt Arcad. p. 48, 11. Vgl. Casaub. zu Ath. p. 538.
Greek (Liddell-Scott)
μυνδός: -όν, (μύω) ἄλαλος, βωβός, Σοφ. Ἀποσπ. 914, Καλλ. Ἀποσπ. 260, Λυκόφρ. 1375. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μύνδος (παροξυτόνως) ἄφωνος... ἢ ἐνεός. καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος».
Greek Monolingual
μυνδός, -όν και, κατά τον Ησύχ., μύνδος, -ον (Α)
1. άφωνος, άλαλος, μουγγός
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύνδος
ἄφωνος... ἢ ἐνεός
καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυκός].