3,253,944
edits
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggnomon | |Transliteration C=syggnomon | ||
|Beta Code=suggnw/mwn | |Beta Code=suggnw/mwn | ||
|Definition= | |Definition=συγγνώμον, gen. ονος:<br><span class="bld">A</span> ([[συγγιγνώσκω]] ''1''):—[[agreeing with]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 770c; σφίσι App.''BC''2.122; <b class="b3">τῆς ἀνάγκης</b> about.., Plu.''Cleom.''10; [[sharing knowledge with]], [[ἀλλήλοισι]] cj. in Hp.''Vict.''1.6 (''Vorsokr.''i p.106).<br><span class="bld">II</span> ([[συγγιγνώσκω]] IV) [[disposed to pardon]] or [[disposed to forgive]], [[indulgent]], E.''Fr.''645, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''921a, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1143a19; <b class="b3">συγγνώμων εἶναί τινι</b> to [[be indulgent]], [[show favour]] to a person, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.2.14; <b class="b3">σ. εἶναί τινος</b> to be [[disposed to forgive]] a thing, E.''Med.''870, cf. [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.37; συγγνώμων τινί τινος D.H.1.58; <b class="b3">ξυγγνώμονες ἔστε [τισι] κολάζεσθαι, τῆς τιμωρίας τυγχάνειν</b>, [[allow]] them to... Th.2.74; [[τὸ σύγγνωμον]] = [[indulgence]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''757e; Ἀπόλλωνι καὶ Ἀσκληπιῷ συγγνώμοσιν ''IG''42(1).432 (Epid., iv A.D.).<br><span class="bld">2</span> Pass., [[pardoned]], [[deserving pardon]] or [[deserving indulgence]], ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Th.3.40; ξ. τι γίγνεσθαι πρὸς τοῦ θεοῦ Id.4.98. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0962.png Seite 962]] ον, 1) verzeihend; τῶν εἰρημένων συγγνώμονα εἶναι, Eur. Med. 870; θεοὺς παραιτήσῃ συγγνώμονάς σοι εἶναι, εἴ τι παρημέληκας, Xen. Mem. 2, 2, 14; ἁμαρτημάτων συγγν. καὶ πρᾷος, Cyr. 6, 1, 37; τὸ ἐπιεικὲς καὶ ξύγγνωμον, Plat. Legg. VI, 757, d, vgl. X, 906 c; συγγνώμονες [[ἔστε]], gewähret, Thuc. 2, 74; – pass. was Verzeihung verdient, verzeihlich, erlaubt, ξ ύγγνωμόν τι γίγνεσθαι καὶ πρὸς θεοῦ, Thuc. 4. 98. – 2) übereinstimmend, derselben Meinung; App. B. C. 2, 122; Plut. Cleom. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0962.png Seite 962]] ον, 1) [[verzeihend]]; τῶν εἰρημένων συγγνώμονα εἶναι, Eur. Med. 870; θεοὺς παραιτήσῃ συγγνώμονάς σοι εἶναι, εἴ τι παρημέληκας, Xen. Mem. 2, 2, 14; ἁμαρτημάτων συγγν. καὶ πρᾷος, Cyr. 6, 1, 37; τὸ ἐπιεικὲς καὶ ξύγγνωμον, Plat. Legg. VI, 757, d, vgl. X, 906 c; συγγνώμονες [[ἔστε]], [[gewähret]], Thuc. 2, 74; – pass. was Verzeihung verdient, verzeihlich, erlaubt, ξ ύγγνωμόν τι γίγνεσθαι καὶ πρὸς θεοῦ, Thuc. 4. 98. – 2) [[übereinstimmend]], derselben Meinung; App. B. C. 2, 122; Plut. Cleom. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον :<br /><b>1</b> [[qui est du même avis]] : τινος qui est d'accord sur qch;<br /><b>2</b> [[qui pardonne]], [[indulgent]], [[clément]] : τινι envers qqn ; τινος au sujet de qch ; [[συγγνώμων]] τινί avec un inf., indulgent envers qqn pour;<br /><b>3</b> [[pardonnable]].<br />'''Étymologie:''' [[συγγιγνώσκω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγγνώμων -ον, gen. -ονος Att. ook [[ξυγγνώμων]] [συγγιγνώσκω] van personen van dezelfde mening (als); (het) eens (met), [[instemmend]] (met), met dat..; ὑμᾶς... ἡμῖν βουλόμεθα συγγνώμονας... γίγνεσθαι we willen dat jullie het met ons eens worden Plat. Lg. 770c; met dat. en inf..; ξυγγνώμονες... ἔστε... κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις jullie moeten ermee instemmen dat degenen die als eersten zijn begonnen worden gestraft Thuc. 2.74.2; met gen. van zaak over of in iets:. τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῦργον dat hij Lycurgus als medestander had in de dwang (die hij gebruikte) Plut. Agis et Cl. 31(10).8. begripvol, vergevingsgezind, toegeeflijk, met dat. jegens iem.:; τοὺς... θεοὺς παραιτήσῃ συγγνώμονάς σοι εἶναι jij zult de goden vragen om je vergevingsgezind te zijn Xen. Mem. 2.2.14; met gen. voor iets:; τῶν εἰρημένων voor wat er gezegd is Eur. Med. 870; subst.. τὸ σύγγνωμον de toegeeflijkheid Plat. Lg. 757d. van zaken vergeeflijk:. ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον wat onvrijwillig gedaan wordt, is vergeeflijk Thuc. 3.40. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγγνώμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1</b> [[соглашающийся]], [[согласный]]: σ. τινός Plut. согласный с чем-л.; συγγνώμονες [[ἔστε]] Thuc. дайте согласие;<br /><b class="num">2</b> [[дарующий прощение]], [[извиняющий]], [[снисходительный]] (σ. τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτημάτων Xen.): σ. τινὶ εἶναι Xen. быть снисходительным к кому-л.;<br /><b class="num">3</b> [[заслуживающий извинения]], [[простительный]]: ξύγγνωμον δ᾽ ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Thuc. простительно (лишь) то, что сделано помимо воли. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγγνώμων''': Ἀττ. ξυγγν-, ον, γενικ. -ονος· ([[συγγιγνώσκω]] Ι)· - ἔχων τὴν αὐτὴν γνώμην, [[ὁμογνώμων]], [[σύμφωνος]], Πλάτ. Νόμ. 770C· τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 122· τινος, [[περί]] τινος πράγματος, Πλουτ. Κλεομ. 10. ΙΙ. ([[συγγιγνώσκω]] IV), διατεθειμένος νὰ παράσχῃ συγγνώμην, ἐπιεικής, Εὐρ. Ἀποσπ. 1030, Πλάτ. Νόμ. 921Α· συγγν. εἰμί τινι, [[χαρίζομαι]] [[πρός]] τινα, δεικνύω εὔνοιαν [[πρός]] τινα, εἶμαι [[εὐμενής]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· σ. εἰμί τινος, εἶμαι διατεθειμένος νὰ συγχωρήσω τι, Εὐρ. Μήδ. 870, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37· σ. τινί τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· - ξυγγνώμονες δὲ [[ἔστε]] τῆς μὲν ἀδικίας κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις, τῆς δὲ τιμωρίας τυγχάνειν τοῖς ἐπιφέρουσι νομίμως Θουκ. 2. 74· - τὸ ξύγγνωμον, [[συγγνώμη]], τὸ χαρίζεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 757D. 2) Παθ., [[ἄξιος]] συγγνώμης, ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Θουκ. 3. 40· ξ. τι γίγνεται, παρέχεται [[συγγνώμη]], ὁ αὐτ. 4. 98. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154. | |lstext='''συγγνώμων''': Ἀττ. ξυγγν-, ον, γενικ. -ονος· ([[συγγιγνώσκω]] Ι)· - ἔχων τὴν αὐτὴν γνώμην, [[ὁμογνώμων]], [[σύμφωνος]], Πλάτ. Νόμ. 770C· τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 122· τινος, [[περί]] τινος πράγματος, Πλουτ. Κλεομ. 10. ΙΙ. ([[συγγιγνώσκω]] IV), διατεθειμένος νὰ παράσχῃ συγγνώμην, ἐπιεικής, Εὐρ. Ἀποσπ. 1030, Πλάτ. Νόμ. 921Α· συγγν. εἰμί τινι, [[χαρίζομαι]] [[πρός]] τινα, δεικνύω εὔνοιαν [[πρός]] τινα, εἶμαι [[εὐμενής]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· σ. εἰμί τινος, εἶμαι διατεθειμένος νὰ συγχωρήσω τι, Εὐρ. Μήδ. 870, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37· σ. τινί τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· - ξυγγνώμονες δὲ [[ἔστε]] τῆς μὲν ἀδικίας κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις, τῆς δὲ τιμωρίας τυγχάνειν τοῖς ἐπιφέρουσι νομίμως Θουκ. 2. 74· - τὸ ξύγγνωμον, [[συγγνώμη]], τὸ χαρίζεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 757D. 2) Παθ., [[ἄξιος]] συγγνώμης, ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Θουκ. 3. 40· ξ. τι γίγνεται, παρέχεται [[συγγνώμη]], ὁ αὐτ. 4. 98. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. ξυγγνώμων, -ύγγνωμον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], που συμφωνεί με κάποιον («νῦν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν | |mltxt=και αττ. τ. ξυγγνώμων, -ύγγνωμον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], που συμφωνεί με κάποιον («νῦν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῦργον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[πρόθυμος]] στο να συγχωρεί, [[επιεικής]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[άξιος]] συγγνώμης («ξύγγνωμον δ' ἐστὶ τὸ ἀκούσιον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξύγγνωμον</i><br />η [[συγγνώμη]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συγγνώμων]] [[εἰμί]] τινι» — [[είμαι]] [[ευνοϊκός]] [[απέναντι]] σε κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «[[συγγνώμων]] [[εἰμί]] τινος» — [[είμαι]] διατεθειμένος να συγχωρήσω κάποιον ή [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[προγνώμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγγνώμων:''' Αττ. ξυγγν-, -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[συγγιγνώσκω]] III),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να συγχωρεί, [[σπλαχνικός]], [[επιεικής]], [[ενδοτικός]], σε Ξεν.· [[συγγνώμων]] εἶναί τινος, είμαι διατεθειμένος να συγχωρήσω [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αυτός που έχει λάβει [[συγχώρηση]], που αξίζει [[συγγνώμη]] ή [[επιείκεια]], [[συγγνωστός]], [[επιδεκτικός]] συγχώρησης, συγχωρήσιμος, σε Θουκ. | |lsmtext='''συγγνώμων:''' Αττ. ξυγγν-, -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[συγγιγνώσκω]] III),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να συγχωρεί, [[σπλαχνικός]], [[επιεικής]], [[ενδοτικός]], σε Ξεν.· [[συγγνώμων]] εἶναί τινος, είμαι διατεθειμένος να συγχωρήσω [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αυτός που έχει λάβει [[συγχώρηση]], που αξίζει [[συγγνώμη]] ή [[επιείκεια]], [[συγγνωστός]], [[επιδεκτικός]] συγχώρησης, συγχωρήσιμος, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |