παρεξηγώ: Difference between revisions
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=παρεξηγέω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῦμαι [[παρεξηγέομαι]], ΝΜΑ<br />(νεοελλ. το ενεργ., μσν.-αρχ. το μέσ.) [[εξηγώ]] λανθασμένα, [[εννοώ]] εσφαλμένα, [[παρεννοώ]], [[παρερμηνεύω]] (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῖσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ενεργ.) [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] ότι έγινε ή λέχθηκε από κακή [[πρόθεση]] [[εναντίον]] μου, [[αποδίδω]] εσφαλμένα, κακές προθέσεις σε κάποιον («παρεξήγησαν τους σκοπούς του»)<br /><b>2.</b> (το μέσ.) ψυχραίνομαι, δυσαρεστούμαι («παρεξηγήθηκαν για το [[τίποτε]] και δεν μιλιούνται»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρεξηγημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>παραξηγημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αδικημένος, παραγνωρισμένος («ήταν [[πάντοτε]] [[ένας]] παρεξηγημένος [[στοχαστής]] και [[καλλιτέχνης]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>παρεξηγοῦμαι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξηγοῦμαι</i>. Ο νεοελλ. τ. [[παρεξηγώ]] έχει σχηματιστεί από το αρχ. <i>παρεξηγοῦμαι</i> και μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό (<i>Νέα</i>) <i>Πανδώρα</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 4 April 2024
Greek Monolingual
παρεξηγέω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῦμαι παρεξηγέομαι, ΝΜΑ
(νεοελλ. το ενεργ., μσν.-αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῖσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.)
νεοελλ.
1. (το ενεργ.) εκλαμβάνω κάτι ότι έγινε ή λέχθηκε από κακή πρόθεση εναντίον μου, αποδίδω εσφαλμένα, κακές προθέσεις σε κάποιον («παρεξήγησαν τους σκοπούς του»)
2. (το μέσ.) ψυχραίνομαι, δυσαρεστούμαι («παρεξηγήθηκαν για το τίποτε και δεν μιλιούνται»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεξηγημένος, -η, -ο και παραξηγημένος, -η, -ο
αδικημένος, παραγνωρισμένος («ήταν πάντοτε ένας παρεξηγημένος στοχαστής και καλλιτέχνης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρεξηγοῦμαι < παρ(α)- + ἐξηγοῦμαι. Ο νεοελλ. τ. παρεξηγώ έχει σχηματιστεί από το αρχ. παρεξηγοῦμαι και μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].