μονομέρεια: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(6_9)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem Theile Bestehen, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem Teile Bestehen, K. S.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονομέρεια''': ἡ, [[κρίσις]] [[μονομερής]], μεροληψία, Ἀθανάσ. Ι, 288Α, 380C, κτλ.
|lstext='''μονομέρεια''': ἡ, [[κρίσις]] [[μονομερής]], μεροληψία, Ἀθανάσ. Ι, 288Α, 380C, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μονομέρεια]] και μονομερία [[μονομερής]]<br />μονόπλευρη ή μεροληπτική [[ενέργεια]] ή [[κρίση]], μεροληπτικότητα, [[μεροληψία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιδιότητα]] του μονομερούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατὰ μονομερίαν» — μονομερώς, αδίκως.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 10 April 2024

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, die Einfachheit, das aus nur einem Teile Bestehen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μονομέρεια: ἡ, κρίσις μονομερής, μεροληψία, Ἀθανάσ. Ι, 288Α, 380C, κτλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μονομέρεια και μονομερία μονομερής
μονόπλευρη ή μεροληπτική ενέργεια ή κρίση, μεροληπτικότητα, μεροληψία
νεοελλ.
η ιδιότητα του μονομερούς
αρχ.
φρ. «κατὰ μονομερίαν» — μονομερώς, αδίκως.