alimentar: Difference between revisions
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀμαλθεύω]], [[ἀναφύω]], [[ἀντιδειπνίζομαι]], [[ἀποβοσκέω]], [[ἀποτρέφω]], [[βοράζω]], [[βόσκω]], [[γηροβοσκέω]], [[γηροτροφέω]], [[διαβόσκω]], [[διάγω]], [[διατρέφω]], [[διεκτρέφω]], [[ἐκτιθηνέομαι]], [[ἐκτρέφω]], [[ἐντρέφω]], [[τρέφω]] | |sltx=[[ἀμαλθεύω]], [[ἀναφύω]], [[ἀντιδειπνίζομαι]], [[ἀποβοσκέω]], [[ἀποτρέφω]], [[βοράζω]], [[βόσκω]], [[γηροβοσκέω]], [[γηροτροφέω]], [[διαβόσκω]], [[διάγω]], [[διατρέφω]], [[διεκτρέφω]], [[ἐκτιθηνέομαι]], [[ἐκτρέφω]], [[ἐντρέφω]], [[τρέφω]], [[φέρβω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 20 April 2024
Spanish > Greek
ἀμαλθεύω, ἀναφύω, ἀντιδειπνίζομαι, ἀποβοσκέω, ἀποτρέφω, βοράζω, βόσκω, γηροβοσκέω, γηροτροφέω, διαβόσκω, διάγω, διατρέφω, διεκτρέφω, ἐκτιθηνέομαι, ἐκτρέφω, ἐντρέφω, τρέφω, φέρβω