ἀναφύω
English (LSJ)
aor. Pass.
A ἀνεφύην LXX 1 Ki.5.6, part. ἀναφυείς Chor. in Rev.Phil.1.75:—produce again, ὅμοια κέρατα Arist.HA611b1; πτιλὰ νεαρά Ael.NA12.4; generally, let grow, πώγωνα Theoc.10.40; foster, ὄφιν A.R.2.1209; πλῆθος συκοφαντῶν, ἐπιθυμίας, Plu.Arist.26, Arat.49, etc.
2 abs., produce vegetation, Arist.Fr.252.
II Pass., with aor. 2 ἀνέφυν and pf. ἀναπέφυκα, grow up, Pherecyd.22(a)J., Hdt. 4.58, Pl.Plt. 272a, etc.; ἢν γὰρ ἀποθάνῃ εἷς τις πονηρός, δύ' ἀνέφυσαν ῥήτορες Pl.Com.186; ἀναφύονταί τινι διαβολαί, δίκαι, Plu.Thes.17, Per.37.
2 grow again, of the hair, Hdt.5.35.
3 metaph., recover, make a fresh start, Aeschin.2.177.
III intr. in pres. ἀναφύει, Phlp.inde An.195.12.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. rad. atem. ἀνέφυν Plu.2.559b, rad. tem. ἀνέφυον Ph.1.8, pas. ἀνεφύην LXX 1Re.5.6, part. ἀναφυείς Chor.Or.3.42; perf. ἀναπέφυκα I.BI 5.175]
A intr.
I c. idea de mov. hacia arriba brotar, crecer gener. de plantas ἡ ποίη <ἡ> ἀναφυομένη ἐν τῇ Σκυθικῇ Hdt.4.58, στάχυες LXX Ge.41.6, 23, ἀκάνθινα ξύλα LXX Is.34.13, φοῖνίξ D.C.41.61.4, cf. Pl.Plt.272a, Ph.1.687, I.AI 4.65, Plu.2.398d, D.C.56.7.5, Manes 42.8, Sch.Arat.1046M.
•en gener. ἓν κέρας ἀνεφύη LXX Da.7.8
•de animales producirse, aparecer ἀναφυῆναι παντοδαποὺς τύπους ζῴων (dice que) surgió todo tipo de animales Democr.B 5.1.4, μύες LXX 1Re.5.6, en gener. πέτραν ἀναπεφυκυῖαν una piedra surgida de modo natural I.BI 5.175
•fig. (μαθηταί) αὐτόματοι ἀναφύονται Pl.Tht.180c, δύ' ἀνέφυσαν ῥήτορες Pl.Com.186, ἀπορία τις Phlp.in de An.195.12
•crecer en la vida espiritual, Gr.Nyss.Or.Catech.164.1
•c. dat. fig. surgirle a uno αὖθις ἀνεφύοντο τῷ Αἰγεῖ διαβολαὶ πρὸς τοὺς πολίτας Plu.Thes.17, ἀνεφύοντο δίκαι τοῖς νόθοις Plu.Per.37, ἀνέφυ τοῖς σοφισταῖς λόγος Plu.2.559b.
II c. idea de repetición
1 reverdecer, producir vegetación αἱ νῆσοι βρεχόμεναι ἀναφύουσιν Arist.Fr.252, cf. Sm.Ib.14.9.
2 salir de nuevo, salir otra vez del pelo, Hdt.5.35, Arist.HA 518a15, θᾶσσον ἐντεῦθεν τρίχες ἀναφύσουσιν ἢ σὺ ἐν Σελευκείᾳ γενήσῃ D.C.40.16.3
•fig. resurgir, establecerse otra vez ἀναφύντος τοῦ δήμου restablecida la democracia Aeschin.2.177.
B tr.
I 1crear προσέτι μέντοι καὶ τὰς δένδρων ἰδέας ἁπάσας ἀνέφυεν Ph.1.8.
2 criar, alimentar ὄφιν A.R.2.1209, fig. πλῆθος συκοφαντῶν Plu.Arist.26, ἐπιθυμίας Plu.Arat.49.
3 echar, dejarse crecer, salirle a uno (πώγωνα) Theoc.10.40, ὅμοια (κέρατα) Arist.HA 611b1, πτίλα νεαρά Ael.NA 12.4, ψεύδεα ῥινὸς ὕπερθεν ... οὐκ ἀναφύσω no me saldrán pecas de mentiroso encima de la nariz Theoc.12.24.
German (Pape)
[Seite 214] (s. φύω), act. nur aor. I., hervorwachsen lassen, πωγῶνα ἀνέφυσας Theocr. 10, 40; ὃν γαῖ' ἀνέφυσε Ap. Rh. 2, 1211; Opp. Hal. 5, 5. Auch in Prosa, πλῆθος συκοφαντῶν Plut. Aristid. 26; ἐπιθυμίας Arat. 49; – τὸ ἐλλεῖπον, wiederwachsen lassen, Ael. N. A. 1, 27. – Gew. med. mit aor. II. ἀνέφυν, aufwachsen, ἡ ποίη ἀναφυομένη Her. 4, 58; vgl. Plat. Polit. 272 a; wieder wachsen, vom Haare, Her. 5, 35; übtr., entstehen, διαβολαί Plut. Thes. 17; δίκαι Pericl. 37; ἀναφυέντων D. Sic. 3, 62.
French (Bailly abrégé)
A. tr. (prés., impf., f., ao.);
I. (ἀνά, en haut);
1 laisser pousser, laisser croître (sa barbe);
2 produire par en haut ; σπασμόν ÉL provoquer un hoquet qui fait vomir;
II. (ἀνά, de nouveau) laisser croître de nouveau ; avoir une nouvelle croissance (de cornes, de poils);
B. intr. (ao.2 ἀνέφυν, pf. ἀναπέφυκα et Moy. ἀναφύομαι);
I. naître, pousser, croître;
II. pousser de nouveau, repousser.
Étymologie: ἀνά, φύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφύω:
1 отращивать, выращивать (πώγωνα Theocr.; κέρατα Arst.);
2 med.-pass. (aor. 2 ἀνέφυν, pf. ἀναπέφυκα) отрастать, вырастать Her., Plat., Arst., Plut.; перен. возникать, появляться: οἱ ἄρτι τῶν σοφιστῶν ἀναφυόμενοι Isocr. недавно появившиеся софисты; ἀνεφύοντο τῷ Αἰγεῖ διαβολαὶ πρὸς τοὺς πολίτας Plut. у Эгея возникли споры с гражданами; ὁ Ἀκροκόρινθος ἐκ μέσης ἀναπεφυκὼς τῆς Ἑλλάδος Plut. Акрокоринф, возвышающийся в центре Эллады.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφύω: μέλλ. -φύσω, μεταγεν. -φυήσω, Ἰουστίν. Μ. Ἀπολογ. 1. 52: - φύω πάλιν, ὅμοια ἀεὶ ἀναφύουσι κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 5· ἀναφύουσι πτίλα νεαρὰ Αἰλ. π. Ζ. 12. 4: - Ἐν γένει ἀφίνω τι νὰ αὐξήσῃ, περιποιοῦμαι, πώγωνα Θεόκρ. 10. 40· συκοφάντας, ἐπιθυμίας Πλούτ., κτλ. 2) ἀπολ., φύω, παράγω, οἷον χόρτον κττ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 240. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ -έφυν καὶ πρκμ. -πέφυκα, αὐξάνομαι, Φερεκύδ. 44, Ἡρόδ. 4. 58, Πλάτ., κτλ., ἢν γὰρ ἀποθάνῃ εἷς τις πονηρός, δύ’ ἀνέφυσαν ῥήτορες Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἀναφύονταί τινι διαβολαί, δίκαι Πλουτ. Θησ. 17, Περικλ. 37. 2) αὐξάνομαι ἐκ νέου, «ξαναμεγαλώνω» ἐπὶ τῆς κόμης καὶ τῶν τριχῶν ἐν γένει, Ἡρόδ. 5. 35.
Greek Monolingual
(Α)
βλ. αναφύομαι.
Greek Monotonic
ἀναφύω: μέλ. -φύσω [ῡ],
I. αναπαράγω, πώγωνα, σε Θεόκρ.
II. 1. Παθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ -έφυν, παρακ. -πέφυκα, αυξάνομαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. ξαναμεγαλώνω, ξαναφυτρώνω, λέγεται για τα μαλλιά, στον ίδ.
Middle Liddell
I. to produce again, to let grow, πώγωνα Theocr.
II. Pass., with aor2 act. ἀν-έφυν, pf. ἀμ-πέφῡκα, to grow up, Hdt., etc.
2. to grow again, of the hair, Hdt.