ἡδυντικός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idyntikos
|Transliteration C=idyntikos
|Beta Code=h(duntiko/s
|Beta Code=h(duntiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fit for seasoning]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>923a29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">-κή τέχνη</b> an art [[of seasoning]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span> 223a</span>.</span>
|Definition=ἡδυντική, ἡδυντικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for seasoning]], Arist.''Pr.''923a29.<br><span class="bld">II</span> [[ἡδυντικὴ τέχνη]] = an [[art of seasoning]], Pl.''Sph.'' 223a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] angenehm, schmackhaft machend, würzend, Plat. Soph. 223 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] angenehm, schmackhaft machend, würzend, Plat. Soph. 223 a.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδυντικός:''' [[улучшающий вкус]], [[услаждающий]] ([[τέχνη]] Plat.): τὰ ἡδυντικά Arst. вкусовые приправы.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἡδυντικός]], -ή, -όν) [[ηδύνω]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] [[γλυκό]] και νόστιμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ηδυντικά</i><br />τα καρυκεύματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει [[ευχαρίστηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡδυντική</i><br />η [[τέχνη]] της καρυκεύσεως.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἡδυντικός]], -ή, -όν) [[ηδύνω]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] [[γλυκό]] και νόστιμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ηδυντικά</i><br />τα καρυκεύματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει [[ευχαρίστηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡδυντική</i><br />η [[τέχνη]] της καρυκεύσεως.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδυντικός:''' улучшающий вкус, услаждающий ([[τέχνη]] Plat.): τὰ ἡδυντικά Arst. вкусовые приправы.
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 13 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυντικός Medium diacritics: ἡδυντικός Low diacritics: ηδυντικός Capitals: ΗΔΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēdyntikós Transliteration B: hēdyntikos Transliteration C: idyntikos Beta Code: h(duntiko/s

English (LSJ)

ἡδυντική, ἡδυντικόν,
A fit for seasoning, Arist.Pr.923a29.
II ἡδυντικὴ τέχνη = an art of seasoning, Pl.Sph. 223a.

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm, schmackhaft machend, würzend, Plat. Soph. 223 a.

Russian (Dvoretsky)

ἡδυντικός: улучшающий вкус, услаждающий (τέχνη Plat.): τὰ ἡδυντικά Arst. вкусовые приправы.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυντικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἥδυνσιν, ποιῶν τι νόστιμον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 6. ΙΙ. ἡ ἡδυντική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ καρυκεύειν, Πλάτ. Σοφ. 223Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἡδυντικός, -ή, -όν) ηδύνω
αυτός που κάνει κάτι γλυκό και νόστιμο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηδυντικά
τα καρυκεύματα
αρχ.
1. αυτός που δίνει ευχαρίστηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡδυντική
η τέχνη της καρυκεύσεως.