ἐκθετικός: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(6_11)
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἐκθετικός
|Full diacritics=ἐκθετῐκός
|Medium diacritics=ἐκθετικός
|Medium diacritics=ἐκθετικός
|Low diacritics=εκθετικός
|Low diacritics=εκθετικός
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekthetikos
|Transliteration C=ekthetikos
|Beta Code=e)kqetiko/s
|Beta Code=e)kqetiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">expository</b>, λόγος ἐ. τινος <span class="bibl">Aphth.<span class="title">Prog.</span>8</span>, cf. Theo <span class="bibl"><span class="title">Prog.</span>4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐ. τρόπος</b>, = [[ἔκθεσις]] II.b, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in APr.</span>34.7</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>948.25</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">enunciatory</b>, Stoic.2.62.</span>
|Definition=ἐκθετική, ἐκθετικόν,<br><span class="bld">A</span> [[expository]], [[λόγος]] ἐκθετικός τινος Aphth.''Prog.''8, cf. Theo ''Prog.''4.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐκθετικὸς τρόπος</b>, = [[ἔκθεσις]] II.b, Alex.Aphr.''in APr.''34.7. Adv. [[ἐκθετικῶς]] = [[in expository fashion]] Simp. ''in Ph.''948.25.<br><span class="bld">III</span> [[enunciatory]], Stoic.2.62.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> fil.<br /><b class="num">1</b> [[enunciativo]] ἐ. οἷον «ἔστω εὐθεῖα γραμμὴ ἥδε» Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.62.<br /><b class="num">2</b> de la «[[éctesis]]» o «[[exposición]]» τῆς τοιαύτης δείξεως ὁ ἐκθετικὸς τρόπος Alex.Aphr.<i>in APr</i>.34.7, cf. [[ἔκθεσις]] A II 1.<br /><b class="num">II</b> ret. [[expositivo]], [[λόγος]] ἐκθετικός = [[discurso]] [[expositivo]], del [[encomio]], Aphth.<i>Prog</i>.8, del relato, Theo <i>Prog</i>.78.16.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἐκθετικῶς]] = [[mediante]] la «[[éctesis]]» o «[[exposición]]» fil. ποιεῖται τὴν δεῖξιν διὰ ἀδυνάτου ἐ. Simp.<i>in Ph</i>.948.25<br /><b class="num"></b>[[mediante exposición detallada]], [[por medio de explicación]] ἐ. ταύτην (ἔννοιαν) δηλῶσαι Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1276A.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκθετικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκτιθείς τι, [[διηγηματικός]], [[ἐξηγητικός]], Εὐστ. Πονημ. 30. 1.
|lstext='''ἐκθετικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκτιθείς τι, [[διηγηματικός]], [[ἐξηγητικός]], Εὐστ. Πονημ. 30. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκθετικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έκθεση]], [[περιγραφικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκφραστικός]], [[περιγραφικός]].
}}
}}

Latest revision as of 18:08, 15 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθετῐκός Medium diacritics: ἐκθετικός Low diacritics: εκθετικός Capitals: ΕΚΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekthetikós Transliteration B: ekthetikos Transliteration C: ekthetikos Beta Code: e)kqetiko/s

English (LSJ)

ἐκθετική, ἐκθετικόν,
A expository, λόγος ἐκθετικός τινος Aphth.Prog.8, cf. Theo Prog.4.
II ἐκθετικὸς τρόπος, = ἔκθεσις II.b, Alex.Aphr.in APr.34.7. Adv. ἐκθετικῶς = in expository fashion Simp. in Ph.948.25.
III enunciatory, Stoic.2.62.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I fil.
1 enunciativo ἐ. οἷον «ἔστω εὐθεῖα γραμμὴ ἥδε» Chrysipp.Stoic.2.62.
2 de la «éctesis» o «exposición» τῆς τοιαύτης δείξεως ὁ ἐκθετικὸς τρόπος Alex.Aphr.in APr.34.7, cf. ἔκθεσις A II 1.
II ret. expositivo, λόγος ἐκθετικός = discurso expositivo, del encomio, Aphth.Prog.8, del relato, Theo Prog.78.16.
III adv. ἐκθετικῶς = mediante la «éctesis» o «exposición» fil. ποιεῖται τὴν δεῖξιν διὰ ἀδυνάτου ἐ. Simp.in Ph.948.25
mediante exposición detallada, por medio de explicación ἐ. ταύτην (ἔννοιαν) δηλῶσαι Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1276A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθετικός: -ή, -όν, ὁ ἐκτιθείς τι, διηγηματικός, ἐξηγητικός, Εὐστ. Πονημ. 30. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκθετικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση, περιγραφικός
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη
αρχ.
εκφραστικός, περιγραφικός.