καρβάτιναι: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 07:03, 8 October 2024
Middle Liddell
shoes of undressed leather, brogues, Xen. [deriv. uncertain]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱ καρβάτιναι = schoenen van ongelooid leer.
Greek (Liddell-Scott)
καρβάτιναι: -αἱ, ὑποδήματα ἐξ ἀκατεργάστου ἢ νεοδάρτου δέρματος, ἰδίως βοός, «τσαρούχια», Ξεν. Ἀν. 4. 5. 14, Ἀριστοτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 27 - τὰ crepiade carbatinae τοῦ Κατούλλου 98. 4. - Παρ' Ἡσυχ. δὲ καὶ καρπάτινον, τό, ὅπερ ἑρμηνεύει: «ἀγροικικὸν ὑπόδημα μονόδερμον», ὁ δὲ Πολυδ. Ζ΄, 88 ἔχει: «καρβατίνη, ἀγροικικὸν ὑπόδημα, κληθὲν ἀπὸ Καρῶν».
Greek Monotonic
καρβάτιναι: αἱ, υποδήματα, παπούτσια από ακατέργαστο δέρμα, τσαρούχια, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).