обозревать: Difference between revisions
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
(DvTab) |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[θεάομαι]], [[ὀπτεύω]], [[διασκοπιάομαι]], [[ἐπισκέπτομαι]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[ἐφοράω]], [[ἐποράω]], [[περιθεωρέω]], [[ἀνηγέομαι]], [[ἀναγέομαι]], [[περιοδεύω]], [[καταθεάομαι]], [[θεωρέω]], [[περιβλέπω]], [[περισκοπέω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐπέξειμι]], [[ἔπειμι]], [[ὁράω]] | |rueltext=[[ἐφοδεύω]], [[θεάομαι]], [[ὀπτεύω]], [[διασκοπιάομαι]], [[ἐπισκέπτομαι]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[ἐφοράω]], [[ἐποράω]], [[περιθεωρέω]], [[ἀνηγέομαι]], [[ἀναγέομαι]], [[περιοδεύω]], [[καταθεάομαι]], [[θεωρέω]], [[περιβλέπω]], [[περισκοπέω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐπέξειμι]], [[ἔπειμι]], [[ὁράω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:38, 9 October 2024
Russian > Greek
ἐφοδεύω, θεάομαι, ὀπτεύω, διασκοπιάομαι, ἐπισκέπτομαι, καθοράω, κατοράω, ἐπιπορεύομαι, ἐφοράω, ἐποράω, περιθεωρέω, ἀνηγέομαι, ἀναγέομαι, περιοδεύω, καταθεάομαι, θεωρέω, περιβλέπω, περισκοπέω, ἐξετάζω, ἐπέξειμι, ἔπειμι, ὁράω