ἐπέξειμι

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπέξειμι Medium diacritics: ἐπέξειμι Low diacritics: επέξειμι Capitals: ΕΠΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: epéxeimi Transliteration B: epexeimi Transliteration C: epekseimi Beta Code: e)pe/ceimi

English (LSJ)


A (εἶμι ibo) serving as Att. fut. to ἐπεξέρχομαι, to which it also supplies the impf. -ῄειν, Ion. 3pl. -ήϊσαν Hdt.7.223:—go out against an enemy, l. c., Th.2.21, etc.; τισί Id.6.97; πρὸς πολεμίους X.Eq.Mag.7.3; ἐ. τινὶ ἐς μάχην Th.2.23, etc.
2 get out, escape, Arist.Pr.937a28.
II proceed against, take vengeance on, Hdt.8.143; especially in legal sense, prosecute, τινί D.21.216, Men.Epit.140; ἐ. τινὶ φόνου for murder, Pl. Lg.866b, Euthphr.4e; ἐ. τινὶ ὑπὲρ φόνου ib.b, cf. e: c. acc. pers., ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Test. ap. D.21.107, cf. Antipho 1.11, etc.: c. dat. rei, visit, avenge, τῷ παθήματι Pl.Lg.866b (and c. acc., τὸν τῶν πατέρων θάνατον D.S.4.66); also ἐ. δίκῃ, γραφῇ, prosecute at law, Pl.Lg.754e, Euthphr.4c, Aeschin.2.93; attack, τῷ λόγῳ μεγαλοπρεπέστερον Pl.Ly.215e.
III c. acc., go over, traverse, δρυμούς Clearch.37.
2 in writing, traverse, go through in detail, σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Hdt.1.5; πάντα Ar.Ra.1118; πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Pl.R. 437a.
3 go through with, execute, παρασκευὰς λόγῳ καλῶς μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Th.1.84; ἐ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους Id.3.82.

German (Pape)

[Seite 915] (s. εἶμι), gegen Einen ausrücken, einen Ausfall machen; Her. 7, 223 ἐπεξήϊσαν; 8, 143; Thuc. 2, 20 u. öfter, τινί, εἰς μάχην 2, 13; daher auch wie ἐπεξέρχομαι, gerichtlich belangen, eigtl. δίκῃ, Plat. Legg. VI, 754 e; τῇ τοῦ τραύματος γραφῇ Aesch. 2, 93; τοῦ πατρὸς τὸν φονέα Antiph. 1, 11, wie φόνον 5 α 3; gew. φόνου τῷ κτείναντι, den Mörder wegen des Mordes, Plat. Legg. IX, 866 b; πατρὶ φόνου Euthyphr. 4 e; τοῦ φόνου τινά Dem. 21, 107, von B. A. 141 bemerkt; rächen, τῷ παθήματι Plat. Legg. IX, 866 b; τὴν παρανομίαν, bestrafen, D. Sic. 1, 77, a. Sp.; ἄχρι τέλους, die äußerste Strafe verhängen, D. Hal. 7, 54; – durchgehen, eigtl. ὀρείους δρυμούς Ath. XIV, 619 c; erwähnen, ὁμοίως σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Her. 1, 5; τῷ λόγῳ Plat. Lys. 215 e; πάσας αἰτίας Tim. 38 d; so auch τὰς τιμωρίας, poenas persequebantur, Thuc. 3, 82. – Indic. praes. mit Futurbdtg, s. simplex.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. ἐπεξιέναι, part. ἐπεξιών, impf. ἐπεξῄειν, f. ἐπέξειμι;
I. sortir contre :
1 marcher contre, τινι;
2 poursuivre en justice : τινα φόνου, τινι φόνου qqn pour meurtre;
II. aller jusqu'au bout :
1 fig. en parl. d'un récit, d'un discours parcourir successivement, acc.;
2 poursuivre jusqu'au bout, accomplir, achever.
Étymologie: ἐπί, ἔξειμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέξειμι: εἶμι (inf. praes. ἐπεξιέναι, fut. ἐπέξειμι, impf. ἐπεξῄειν, part. ἐπεξιών)
1 выходить (наружу) (οὐκ ἐᾶν τὸ ἐνὸν θερμὸν ἐ. Arst.);
2 (тж. ἐ. ἐς μάχην Thuc.) (против кого-л.) выходить, выступать, отправляться в поход (ἐ. τινί Thuc., Plut. или πρός τινα Xen.);
3 продвигаться, проникать (ἐς τὸ εὐρύτερον τοῦ αὐχένος Her.);
4 (тж. ἐ. τῇ δίκῃ Plat.) преследовать в судебном порядке, привлекать к судебной ответственности: ἐ. τινὰ φόνου Dem. или τινὶ (ὑπέρ) φόνου Plat. обвинять кого-л. в убийстве; ἐ. τῇ τοῦ τραύματος γραφῇ Aeschin. подать в суд за нанесение раны;
5 карать, мстить: ἐ. τινί Plat. и τι Diod. карать за что-л.;
6 (в речи) (тж. ἐ. τῷ λόγῳ Plat.) пробегать, перебирать, обозревать, рассматривать (σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Her.; πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Plat.);
7 проводить (в жизнь): τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους ἐ. Thuc. установить еще большие наказания.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέξειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), χρησιμεῦον ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ ἐπεξέρχομαι, εἰς ὃ ὡσαύτως παρέχει τὸν παρατ. -ῄειν, Ἰων. γ΄ πληθ. -ήϊσαν, Ἡρόδ. 7. 223˙ ἐξέρχομαι ἐναντίον ἐχθροῦ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2. 13. 20, κλπ.˙ τινὶ ὁ αὐτὸς 6. 97˙ πρός τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 3˙ ἐπ. τινὶ ἐς μάχην Θουκ. 2. 23, κτλ.˙- ἁπλῶς, ἐξέρχομαι, διαφεύγω, Ἀριστ. Προβλ. 24. 13. ΙΙ. προβαίνω ἐναντίον τινός, ἐκδικοῦμαι τινά, Ἡρόδ. 8. 143˙ ἰδίως ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, καταδιώκω δικαστικῶς, τινὶ Δημ. 583. 23˙ ἐπ. τινὶ φόνου, διὰ φόνον, Πλάτ. Νόμοι 866Β˙ ἐπ. τινὶ ὑπὲρ φόνου ὁ αὐτὸς ἐν Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Ε˙- ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., Εὐρ. Ἀνδρ. 735˙ ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Μάρτυρες παρὰ Δημ. 549. 25, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 35, κλπ.˙- μετὰ δοτ. πράγματος, τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, τῷ παθήματι Πλάτ. Νόμοι 886Β (καὶ μετ’ αἰτ., θάνατον Διόδ. 4. 66)˙ ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, ἐπ. δίκῃ, προσβάλλειν τινὰ δικαστικῶς, διὰ καταγγελίας, αὐτόθι 754 Ε˙ ἀλλὰ παρ’ Αἰσχίνῃ (40. 27), ἐπ. γραφῇ, ἀκολουθεῖν τὴν καταγγελίαν, πρβλ. Πλάτ. Λύσ. 215 Ε. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., διέρχομαι, ἐξετάζω ἐν λεπτομερείᾳ, σμικρὰ καὶ μεγάλα Ἡρόδ. 1. 5˙ πάντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1118˙ πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Πλάτ. Πολ. 437 Α˙ καὶ ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Λύσ. 215 Ε. 2) ἐκτελῶ, βάλλω εἰς πρᾶξιν, παρασκευὰς λόγῳ καλῶς μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Θουκ. 1. 84˙ ἐπ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους ὁ αὐτὸς 3. 82.

Greek Monolingual

ἐπέξειμι (Α) έξειμι
1. κάνω επιδρομή εναντίον του εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», Θουκ.)
2. ξεφεύγω
3. παίρνω εκδίκηση
4. κάνω μήνυσηὅπως ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», Δημοσθ.)
5. εκδικούμαι, τιμωρώ («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», Πλάτ.)
6. επιτίθεμαι με ορμή
7. διαπερνώ
8. διηγούμαι με λεπτομέρειες
9. εκτελώ («ἐπεξιέναι τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐπέξειμι: (εἶμι ibo), χρησιμ. ως Αττ. μέλ. του ἐπεξέρχομαι· παρατ. -ῄειν, Ιων. γʹ πληθ. -ήϊσαν·
I. εξέρχομαι εναντίον ενός εχθρού, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.
II. προχωρώ εναντίον, εκδικούμαι κάποιον, σε Ηρόδ.· ως νομικός όρος, διώκω ποινικώς, μηνύω, καταγγέλλω, τινι, σε Δημ.· επίσης με αιτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.
III. 1. διέρχομαι, διασταυρώνω, εξετάζω λεπτομερώς, με αιτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. τελειώνω, φέρνω εις πέρας, εκτελώ, παρασκευάς, τιμωρίας, σε Θουκ.

Middle Liddell

εἶμι ibo] [serving as Attic fut. to ἐπεξέρχομαι imperf. -ῄειν ionic 3rd pl. -ήϊσαν
I. to go out against an enemy, c. dat., Hdt., Thuc.
II. to proceed against, take vengeance on, Hdt.: in legal sense, to prosecute, τινι Dem.:—also c. acc. pers., Eur., Dem.
III. to go over, traverse, go through in detail, c. acc., Hdt., Ar.
2. to go through with, execute, παρασκευάς, τιμωρίας Thuc.

Lexicon Thucydideum

hostibus obviam exire, to march out to meet the enemy, 1.64.2,
similiter similarly 2.13.2. 2.20.2. 2.20.3, 2.20.3. 2.21.2. 2.22.1. 2.23.1, 2.55.2. 2.79.2. 3.27.2, 3.91.5. 4.68.4, 4.68.6. 4.75.1, [Vat. Vatican manuscript ὑπεξ.]. 4.130.1. 4.130.3. 4.4.1, 5.7.3, 5.9.3, 5.10.1. 5.10.5. 5.7.1, 6.97.5, 6.98.2. 7.51.2, 8.24.3. 8.61.3, 8.62.2.
progredi, efferri, evehi, to advance, be carried forth, sail out, 1.62.6, 3.26.4, 4.14.3,
Translate, translate 3.40.6, 3.82.8,
exsequi, to follow up, execute, 1.84.3, 1.120.5, 5.9.10, 5.100.1, 6.38.2,
ultionem persequi, to pursue vengeance, 3.38.1, 5.89.1,
oratione persequi, to recount in a speech, 1.22.2, [qd Schol. per which the Scholiast by ἐρευνῶν interpr. translate]. 3.67.1, [praeterea vulgo pro moreover commonly instead of ἐξιέναι,2.21.2.]