περισκοπέω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισκοπέω Medium diacritics: περισκοπέω Low diacritics: περισκοπέω Capitals: ΠΕΡΙΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: periskopéō Transliteration B: periskopeō Transliteration C: periskopeo Beta Code: periskope/w

English (LSJ)

fut. περισκέψομαι: pf. περιέσκεμμαι in act. sense, S.E.M. 2.53; in pass. sense, v. infr. 11.3:—
A look round, S.El.897, Pl.Tht.155e, Ax.364a, Luc.Prom. 1, etc.:—Med., Ar.Ec.487.
II examine, observe carefully, τὸ αὐτίκα Th.1.36; τὸν αἰγιαλόν Plu.Pomp.80; νύκτα περισκέψασθαι Arat. 199; τὰ πάντα Luc.VH1.32.
2 consider well, εὖ περισκέψασθαι τὰ μέλλει ἀσφαλέστατα εἶναι Hdt.1.120; π. ὁπότεροι κρατήσουσι watch and see... Th.6.49; π. εἴτε… εἴτε Pl.Prt. 313a; τἀφανῆ π. speculate on hidden things, S.Fr.737; τὴν φύσιν περιεσκεμμένος cj. in Pl.Ax.365b.
3 περιεσκεμμένος, in pass. sense, circumspect, guarded, γνώμη, ἔπαινος, D.Chr.34.27, Luc.Hist.Conscr. 59.

German (Pape)

[Seite 591] ringsum schauen; Soph. El. 885; Plat. Theaet. 155 e; τί, Luc. Prom. 1; genau untersuchen, Plut. Pomp. 80. – Med. sich umsehen und betrachten. Ar. Eccl. 487. S. περισκέπτομαι.

French (Bailly abrégé)

περισκοπῶ :
1 regarder tout autour, de tous les côtés;
2 regarder attentivement, observer, examiner, acc.;
Moy. περισκοπέομαι, περισκοποῦμαι observer, examiner, acc..
Étymologie: περί, σκοπέω.

Greek Monolingual

περισκοπέω, ΝΜΑ
1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω
2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.)
3. περισκέπτομαι, μελετώ κάτι με περίσκεψη, επισταμένως
αρχ.
μέσ. περισκοποῦμαι, περισκοπέομαι
βλέπω και παρατηρώ κάτι γύρω μου («περισκοπουμένη τἀκεῖσε καὶ τἀκ δεξιᾶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σκοπῶ «εξετάζω, παρατηρώ» (πρβλ. κατασκοπώ)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σκοπέω om zich heen kijken. nauwkeurig bekijken.

Russian (Dvoretsky)

περισκοπέω: тж. med.
1 смотреть кругом, оглядываться Plat., Soph.: περισκοπουμένη, μὴ ξυμφορὰ γενήσεται τὸ πρᾶγμα Arph. внимательно наблюдая, как бы дело не приняло дурной оборот;
2 внимательно разглядывать, обозревать (τὸν αἰγιαλόν Plut.);
3 всесторонне рассматривать, тщательно обдумывать (τὸ αὐτίκα Thuc.; τὸ μέλλον Plut.; τὰ πάντα Luc.).

Greek Monotonic

περισκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, παρακ. -έσκεμμαι·
I. κοιτάζω τριγύρω, σε Σοφ.
II. εξετάζω ολόγυρα, παρατηρώ προσεκτικά, θεωρώ σωστά, σε Ηρόδ., Θουκ.· μτχ. παρακ. περιεσκεμμένος, παρατηρητικός, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περισκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι· πρκμ. -έσκεμμαι· (μετέπειτα περισκέπτομαι, Κλήμ. Ἀλ. 630· ἴδε ἐν λ. σκοπέω). Περιβλέπω, Σοφ. Ἠλ. 897, Πλάτ. Θεαίτ. 155Ε, Λουκιαν., κλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 487. ΙΙ. ἐξετάζω ὁλόγυρα, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, τὸ αὐτίκα Θουκ. 1. 36· τὸν αἰγιαλὸν Πλουτ. Πομπ. 80· νύκτα Ἄρατ. 199· (μετὰ γεν., αὐτόθι 435)· τὰ πάντα Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 32. 2) σκέπτομαι, ἐξετάζω μετὰ προσοχῆς, εὖ περισκέψασθαι τὰ μέλλει ἀσφαλέστατα εἶναι Ἡρόδ. 1. 120· π. ὁπότεροι κρατήσουσι, παρατηρῶ, προσέχω καὶ βλέπω..., Θουκ. 6. 49· π. εἰ... Πλάτ. Πρωτ. 313Α· ὁπόθεν... ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 364Α· ― ὡσαύτως, π. τἀφανῆ, σκέπτομαι περὶ τῶν ἀφανῶν πραγμάτων, Σοφ. Ἀποσπ. 770· τὴν φύσιν περιεσκεμμένος Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β. 3) περιεσκεμμένος, ἐπὶ παθητ. σημασ., ἔπαινος Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 59.

Middle Liddell

fut. -σκέψομαι perf. -έσκεμμαι
I. to look round, Soph.
II. to examine all round, observe carefully, consider well, Hdt., Thuc.: perf. part. περιεσκεμμένος, circumspect, Luc.

Lexicon Thucydideum

circumspicere, look around, 1.36.1, 6.49.4.