agitarse: Difference between revisions
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀγανακτέω]], [[ἀνακλύζω]], [[ἀποσείομαι]], [[ἀσκαίρω]], [[ἀσκαρίζω]], [[ἀφάλλομαι]], [[βαλλίζω]], [[διαθορυβοῦμαι]], [[διαπτοοῦμαι]], [[διασαλεύω]], [[διασείομαι]], [[διατινάσσομαι]], [[διεγείρομαι]], [[δονοῦμαι]], [[εἰλέω]], [[ἐκζαλόομαι]], [[ἐκζέομαι]], [[ἐκκλονέομαι]], [[ἐκταράσσομαι]], [[ἐνσείομαι]], [[ἐξανεμοῦμαι]], [[ἐξᾴσσομαι]] | |sltx=[[ἀγανακτέω]], [[ἀνακλύζω]], [[ἀποσείομαι]], [[ἀσκαίρω]], [[ἀσκαρίζω]], [[ἀφάλλομαι]], [[βαλλίζω]], [[διαθορυβοῦμαι]], [[διαπτοοῦμαι]], [[διασαλεύω]], [[διασείομαι]], [[διατινάσσομαι]], [[διεγείρομαι]], [[δονοῦμαι]], [[εἰλέω]], [[ἐκζαλόομαι]], [[ἐκζέομαι]], [[ἐκκλονέομαι]], [[ἐκταράσσομαι]], [[ἐκταράττομαι]], [[ἐνσείομαι]], [[ἐξανεμοῦμαι]], [[ἐξᾴσσομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:46, 6 November 2024
Spanish > Greek
ἀγανακτέω, ἀνακλύζω, ἀποσείομαι, ἀσκαίρω, ἀσκαρίζω, ἀφάλλομαι, βαλλίζω, διαθορυβοῦμαι, διαπτοοῦμαι, διασαλεύω, διασείομαι, διατινάσσομαι, διεγείρομαι, δονοῦμαι, εἰλέω, ἐκζαλόομαι, ἐκζέομαι, ἐκκλονέομαι, ἐκταράσσομαι, ἐκταράττομαι, ἐνσείομαι, ἐξανεμοῦμαι, ἐξᾴσσομαι