ἀνακλύζω
φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
English (LSJ)
fut. -ύσω,
A wash up against, A. R.2.551.
2 abs., boil as with waves, Plu.2.590f:—causal, stir up, χερσὶ θαλάσσιον ὕδωρ Sch.Nic.Al.165.
3 Med., rinse the mouth, Dsc.Eup.1.66.
Spanish (DGE)
1 sacudir, elevar, δινήεις ὑπένερθεν ἀνακλύζεσκεν ἰοῦσαν νῆα ῥόος A.R.2.551
•agitar θαλάσσιον ὕδωρ Sch.Nic.Al.165.
2 removerse, agitarse σκότος Plu.2.590f.
3 v. med. enjuagarse la boca, Dsc.Eup.1.66.
German (Pape)
[Seite 192] an-, bespülen, νῆα ἀνακλύζεσκεν ῥόος Ap. Rh. 2, 551.
French (Bailly abrégé)
être agité comme des vagues.
Étymologie: ἀνά, κλύζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακλύζω: плескаться, волноваться, бурлить (σκότος ἀνακλύζον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακλύζω: μέλλ. -ύσω, περὶ τῆς θαλάσσης, ἥτις ἀναταρασσομένη ἐφορμᾶ, Ἀπολλ. Ῥόδ. Β. 551. 2) ἀπολ., ἀναβράζω ὡς τὰ κύματα, Πλούτ. 2. 590F.
Greek Monolingual
ἀνακλύζω (Α)
1. (για τη θάλασσα) κατακλύζω με μεγάλα κύματα
2. αφρίζω, αναβράζω όπως τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλύζω.