Νειλῷος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
m (Text replacement - "|" to "|")
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Neilōos
|Transliteration B=Neilōos
|Transliteration C=Neiloos
|Transliteration C=Neiloos
|Beta Code=*neilw=|os
|Beta Code=*neilw=|os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[Νειλαῖος]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>15</span>, <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>2 ii 21</span> (vi A.D.); τὰ Νειλῷα <b class="b2">festival on the inundation of the Nile</b>, <span class="bibl">Hld.9.9</span>.</span>
|Definition=α, ον, = [[Νειλαῖος]], Luc.''Nav.''15, ''PMasp.''2 ii 21 (vi A.D.); τὰ Νειλῷα [[festival on the inundation of the Nile]], Hld.9.9.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />[[du Nil]].<br />'''Étymologie:''' [[Νεῖλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Νειλῷος:''' [[нильский]], т. е. [[египетский]] (ταρίχη Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Νειλῷος''': -α, -ον, = [[Νειλαῖος]], Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15 τὰ Νειλῷα, ἑορτὴ κατὰ τὴν πλήμμυραν τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 9. 9, πρβλ. Διόδ. 1. 36.
|lstext='''Νειλῷος''': -α, -ον, = [[Νειλαῖος]], Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15 τὰ Νειλῷα, ἑορτὴ κατὰ τὴν πλήμμυραν τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 9. 9, πρβλ. Διόδ. 1. 36.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />du Nil.<br />'''Étymologie:''' [[Νεῖλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Νειλῷος:''' -α, -ον, = [[Νειλαῖος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''Νειλῷος:''' -α, -ον, = [[Νειλαῖος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{grml
|elrutext='''Νειλῷος:''' нильский, т. е. египетский (ταρίχη Luc.).
|mltxt=[[νειλῷος]], νειλῴα, νειλῷον (ΑΜ, Α ανώμ. θηλ. [[νειλωΐς]], -ΐδος) [[Νείλος]]<br />αυτός που προέρχεται από τον Νείλο<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Νειλῷα</i><br />[[εορτή]] τών Αιγυπτίων [[κατά]] την [[πλημμύρα]] του Νείλου («καὶ γὰρ πως συνέπεσε καὶ τὰ Νειλῷα [[τότε]], τὴν μεγίστην παρ' Αἰγυπτίοις ἑορτήν», Ηλιόδ.).
}}
}}

Latest revision as of 14:01, 19 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νειλῷος Medium diacritics: Νειλῷος Low diacritics: Νειλώος Capitals: ΝΕΙΛΩΟΣ
Transliteration A: Neilō̂ios Transliteration B: Neilōos Transliteration C: Neiloos Beta Code: *neilw=|os

English (LSJ)

α, ον, = Νειλαῖος, Luc.Nav.15, PMasp.2 ii 21 (vi A.D.); τὰ Νειλῷα festival on the inundation of the Nile, Hld.9.9.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
du Nil.
Étymologie: Νεῖλος.

Russian (Dvoretsky)

Νειλῷος: нильский, т. е. египетский (ταρίχη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

Νειλῷος: -α, -ον, = Νειλαῖος, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15 τὰ Νειλῷα, ἑορτὴ κατὰ τὴν πλήμμυραν τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 9. 9, πρβλ. Διόδ. 1. 36.

Greek Monotonic

Νειλῷος: -α, -ον, = Νειλαῖος, σε Λουκ.

Greek Monolingual

νειλῷος, νειλῴα, νειλῷον (ΑΜ, Α ανώμ. θηλ. νειλωΐς, -ΐδος) Νείλος
αυτός που προέρχεται από τον Νείλο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νειλῷα
εορτή τών Αιγυπτίων κατά την πλημμύρα του Νείλου («καὶ γὰρ πως συνέπεσε καὶ τὰ Νειλῷα τότε, τὴν μεγίστην παρ' Αἰγυπτίοις ἑορτήν», Ηλιόδ.).