Συνέσιος: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
(4b) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{wkpen | |||
|wketx=[[Synesius of Cyrene]] (/sɪˈniːsiəs/; Greek: [[Συνέσιος]]; c. 373 – c. 414) was a Greek bishop of Ptolemais in ancient Libya, a part of the Western Pentapolis of Cyrenaica after 410. He was born of wealthy parents at Balagrae (now Bayda, Libya) near Cyrene between 370 and 375. | |||
While still a youth (in 393), he went with his brother Euoptius to Alexandria, where he became an enthusiastic Neoplatonist and disciple of Hypatia. Between 395 and 399, he spent some time in Athens. | |||
In 398 he was chosen as an envoy to the imperial court in Constantinople by Cyrene and the whole Pentapolis. He went to the capital on the occasion of the delivery of the aurum coronarium and his task was to obtain tax remissions for his country. In Constantinople he obtained the patronage of the powerful praetorian prefect Aurelianus. Synesius composed and addressed to Emperor Arcadius a speech entitled De regno, full of topical advice as to the studies of a wise ruler, but also containing a bold statement that the emperor's first priority must be a war on corruption and a war on the interpenetration of barbarians into the Roman army. | |||
His three years' stay in Constantinople was wearisome and otherwise disagreeable; the leisure it forced upon him he devoted in part to literary composition. Aurelianus succeeded in granting him the tax remission for Cyrene and the Pentapolis and the exemption from curial obligations for him, but then he fell in disgrace and Synesius lost everything. Later Aurelian returned in power, restoring his own grants to Synesius. The poet, then, composed Aegyptus sive de providentia, an allegory in which the good Osiris and the evil Typhon, who represent Aurelian and the Goth Gainas (ministers under Arcadius), strive for mastery, and the question of the divine permission of evil is handled. | |||
In 402, during an earthquake, Synesius left Constantinople to return to Cyrene. Along the road he passed through Alexandria, where he returned in 403; it was in the Egyptian city that he married and lived, before returning at Cyrene in 405. The following years were busy for Synesius. His major concern was the organisation of the defence of the Pentapolis from the yearly attacks of neighbouring tribes. | |||
In 410 Synesius, whose Christianity had until then been by no means very pronounced, was popularly chosen to be bishop of Ptolemais, and, after long hesitation on personal and doctrinal grounds, he ultimately accepted the office thus thrust upon him, being consecrated by Theophilus at Alexandria. One personal difficulty at least was obviated by his being allowed to retain his wife, to whom he was much attached; but as regarded orthodoxy he expressly stipulated for personal freedom to dissent on the questions of the soul's creation, a literal resurrection, and the final destruction of the world, while at the same time he agreed to make some concession to popular views in his public teaching. | |||
His tenure of the bishopric was troubled not only by domestic bereavements (his three sons died, the first two in 411 and the third in 413) but also by the Libyan invasions of the country who destroyed Cyrenaica and led him to exile, and by conflicts with the praeses Andronicus, whom he excommunicated for interfering with the Church's right of asylum. The date of his death is unknown, but it is most likely in 413, as he wrote a farewell letter to Hypatia that year from his death bed. | |||
His many-sided activity, as shown especially in his letters, and his loosely mediating position between Neoplatonism and Christianity, make him a subject of fascinating interest. His scientific interests are attested by his letter to Hypatia, in which occurs the earliest known reference to a hydrometer, and by a work on alchemy in the form of a commentary on Pseudo-Democritus. | |||
}} | |||
{{wkpel | |||
|wkeltx=Ο Συνέσιος (περ. 373 - περ. 414) ήταν χριστιανός επίσκοπος στην Πτολεμαΐδα Κυρηναϊκής της Λιβύης μετά το 410. Ως νεοπλατωνικός ποιητής ήταν μαθητής της Υπατίας και έγραψε διάφορα συγγράμματα. | |||
Γεννήθηκε μεταξύ 370 και 375, στις Βαλάγρες (νυν Μπάυντα) κοντά στην Κυρήνη. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ισχυριζόταν, ότι καταγόταν από τους βασιλείς της Σπάρτης. | |||
Όταν ήταν νέος το 398, πήγε με τον αδελφό του Ευόπτιο στην Αλεξάνδρεια, όπου έγινε ενθουσιώδης Νεοπλατωνικός και μαθητής της Υπατίας. Κάποιο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 395-399 το πέρασε στην Αθήνα. Το 398 εξελέγη ως απεσταλμένος της Κυρήνης στην Αυλή της Κωνσταντινούπολης από όλη την Πεντάπολη για την επίδοση του aurum coronarium (χρυσού στέμματος), με το σκοπό να ζητήσει απαλλαγές φόρων για την περιοχή του. Στην Κωνσταντινούπολη έλαβε την προστασία του ισχυρού Αυρηλιανού πραιτωριανού και νομάρχη (prefect). Συνέθεσε και απηύθυνε στον Αρκάδιο Αυτοκράτορα της Ανατολής ένα λόγο με τον τίτλο Περί βασιλείας με συμβουλές για τις σπουδές ενός σοφού ηγεμόνα, με την τολμηρή δήλωση ότι πρώτη προτεραιότητα του Αυτοκράτορα πρέπει να είναι ο πόλεμος κατά της διαφθοράς και κατά της διείσδυσης βαρβάρων στον Ρωμαϊκό στρατό. | |||
Τα τρία έτη που πέρασε στην Κωνσταντινούπολη ήταν ευχάριστα, αλλά και δυσάρεστα. Τον ελεύθερο χρόνο του αφιέρωσε στη λογοτεχνική σύνθεση. Στην αρχή επέτυχε την απαλλαγή φόρων για την Κυρήνη και την Πεντάπολη και την απαλλαγή δικαστικών υποχρεώσεων γι' αυτόν· μετά έπεσε σε δυσμένεια και έχασε τις διευκολύνσεις. Έπειτα ο Αυρηλιανός επέστρεψε στην εξουσία και αποκατέστησε τις παροχές στον Συνέσιο. Τότε ο ποιητής συνέθεσε το Αιγύπτιος ή περί Προνοίας, όπου ο καλός Όσιρις και ο κακός Τυφώνας (αλληγορία για τον Αυρηλιανό και τον Γότθο Γαϊνά, υπουργούς του Αρκαδίου) συναγωνίζονται για την επικράτηση και τίθεται το ερώτημα της θείας άδειας για το κακό. | |||
Το 402 έγινε σεισμός και ο Συνέσιος άφησε την Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε στην Κυρήνη, αφού πρώτα πέρασε από την Αλεξάνδρεια. Το 403 μετέβη στην Αλεξάνδρεια, όπου νυμφεύτηκε και έζησε· επέστρεψε στην Κυρήνη το 405. Τα επόμενα έτη ο Συνέσιος ήταν απασχολημένος: η κύρια μέριμνά του ήταν η οργάνωση της άμυνας της Πεντάπολης από τις ετήσιες επιδρομές των γειτονικών φυλών. | |||
Το 410 ο Συνέσιος, του οποίου το χριστιανικό αίσθημα δεν ήταν έκδηλο, εξελέγη από το λαό ως επίσκοπος της Πτολεμαΐδας· μετά από μακρύ δισταγμό για προσωπικούς και δογματικούς λόγους, αποδέχθηκε τελικά τη θέση αυτή και χειροτονήθηκε από τον Θεόφιλο πάπα της Αλεξάνδρειας. Η προσωπική δυσκολία αποφεύχθηκε, καθώς του επετράπη να διατηρήσει τη σύζυγό του, με την οποία ήταν πολύ συνδεδεμένος. Οι δογματικοί λόγοι ήταν οι Χριστιανικές απόψεις για τη δημιουργία της ψυχής (πίστευε στην προΰπαρξη), την κατά κυριολεξία ανάσταση (πίστευε στην αλληγορική ανάσταση) και την τελική καταστροφή του κόσμου (πίστευε στην αιωνιότητα), συμφώνησε όμως στις δημόσιες διδασκαλίες του να κάνει μερικές παραχωρήσεις προς τις ορθόδοξες απόψεις του λαού. | |||
Κατά τη θητεία του στην αρχιεπισκοπή συνέβησαν διάφορα: απεβίωσαν οι δύο γιοί του το 411 και ο τρίτος το 413, εισέβαλαν βάρβαροι που τους απώθησε με τη ικανή, στρατιωτική του οργάνωση και αντιπαρατέθηκε με τον praeses (διοικητή) Ανδρόνικο, που όταν παραβίασε το άσυλο ναού, τον αφόρισε. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς απεβίωσε· επειδή δεν αναφέρει το βίαιο τέλος της Υπατίας το 415, πρέπει να απεβίωσε πριν. | |||
Η πολύπλευρη δράση του, όπως φαίνεται στις επιστολές του και η ενδιάμεση θέση του, καθώς αν και Νεοπλατωνιστής ήταν χαλαρός Χριστιανός, κάνει γοητευτικά ενδιαφέρουσα τη μορφή του. Τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του μαρτυρούνται σε μία επιστολή του προς την Υπατία, όπου υπάρχει η πιο παλιά αναφορά στο υδρόμετρο και σε μία εργασία στη χημεία με τη μορφή σχολίων στον ψευδο-Δημόκριτο. | |||
}} | |||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Συνέσιος:''' ὁ Синесий (родом из Кирены, греч. писатель IV-V вв. н. э.). | |elrutext='''Συνέσιος:''' ὁ [[Синесий]] (родом из Кирены, греч. писатель IV-V вв. н. э.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:16, 20 November 2024
Wikipedia EN
Synesius of Cyrene (/sɪˈniːsiəs/; Greek: Συνέσιος; c. 373 – c. 414) was a Greek bishop of Ptolemais in ancient Libya, a part of the Western Pentapolis of Cyrenaica after 410. He was born of wealthy parents at Balagrae (now Bayda, Libya) near Cyrene between 370 and 375.
While still a youth (in 393), he went with his brother Euoptius to Alexandria, where he became an enthusiastic Neoplatonist and disciple of Hypatia. Between 395 and 399, he spent some time in Athens.
In 398 he was chosen as an envoy to the imperial court in Constantinople by Cyrene and the whole Pentapolis. He went to the capital on the occasion of the delivery of the aurum coronarium and his task was to obtain tax remissions for his country. In Constantinople he obtained the patronage of the powerful praetorian prefect Aurelianus. Synesius composed and addressed to Emperor Arcadius a speech entitled De regno, full of topical advice as to the studies of a wise ruler, but also containing a bold statement that the emperor's first priority must be a war on corruption and a war on the interpenetration of barbarians into the Roman army.
His three years' stay in Constantinople was wearisome and otherwise disagreeable; the leisure it forced upon him he devoted in part to literary composition. Aurelianus succeeded in granting him the tax remission for Cyrene and the Pentapolis and the exemption from curial obligations for him, but then he fell in disgrace and Synesius lost everything. Later Aurelian returned in power, restoring his own grants to Synesius. The poet, then, composed Aegyptus sive de providentia, an allegory in which the good Osiris and the evil Typhon, who represent Aurelian and the Goth Gainas (ministers under Arcadius), strive for mastery, and the question of the divine permission of evil is handled.
In 402, during an earthquake, Synesius left Constantinople to return to Cyrene. Along the road he passed through Alexandria, where he returned in 403; it was in the Egyptian city that he married and lived, before returning at Cyrene in 405. The following years were busy for Synesius. His major concern was the organisation of the defence of the Pentapolis from the yearly attacks of neighbouring tribes.
In 410 Synesius, whose Christianity had until then been by no means very pronounced, was popularly chosen to be bishop of Ptolemais, and, after long hesitation on personal and doctrinal grounds, he ultimately accepted the office thus thrust upon him, being consecrated by Theophilus at Alexandria. One personal difficulty at least was obviated by his being allowed to retain his wife, to whom he was much attached; but as regarded orthodoxy he expressly stipulated for personal freedom to dissent on the questions of the soul's creation, a literal resurrection, and the final destruction of the world, while at the same time he agreed to make some concession to popular views in his public teaching.
His tenure of the bishopric was troubled not only by domestic bereavements (his three sons died, the first two in 411 and the third in 413) but also by the Libyan invasions of the country who destroyed Cyrenaica and led him to exile, and by conflicts with the praeses Andronicus, whom he excommunicated for interfering with the Church's right of asylum. The date of his death is unknown, but it is most likely in 413, as he wrote a farewell letter to Hypatia that year from his death bed.
His many-sided activity, as shown especially in his letters, and his loosely mediating position between Neoplatonism and Christianity, make him a subject of fascinating interest. His scientific interests are attested by his letter to Hypatia, in which occurs the earliest known reference to a hydrometer, and by a work on alchemy in the form of a commentary on Pseudo-Democritus.
Wikipedia EL
Ο Συνέσιος (περ. 373 - περ. 414) ήταν χριστιανός επίσκοπος στην Πτολεμαΐδα Κυρηναϊκής της Λιβύης μετά το 410. Ως νεοπλατωνικός ποιητής ήταν μαθητής της Υπατίας και έγραψε διάφορα συγγράμματα.
Γεννήθηκε μεταξύ 370 και 375, στις Βαλάγρες (νυν Μπάυντα) κοντά στην Κυρήνη. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ισχυριζόταν, ότι καταγόταν από τους βασιλείς της Σπάρτης.
Όταν ήταν νέος το 398, πήγε με τον αδελφό του Ευόπτιο στην Αλεξάνδρεια, όπου έγινε ενθουσιώδης Νεοπλατωνικός και μαθητής της Υπατίας. Κάποιο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 395-399 το πέρασε στην Αθήνα. Το 398 εξελέγη ως απεσταλμένος της Κυρήνης στην Αυλή της Κωνσταντινούπολης από όλη την Πεντάπολη για την επίδοση του aurum coronarium (χρυσού στέμματος), με το σκοπό να ζητήσει απαλλαγές φόρων για την περιοχή του. Στην Κωνσταντινούπολη έλαβε την προστασία του ισχυρού Αυρηλιανού πραιτωριανού και νομάρχη (prefect). Συνέθεσε και απηύθυνε στον Αρκάδιο Αυτοκράτορα της Ανατολής ένα λόγο με τον τίτλο Περί βασιλείας με συμβουλές για τις σπουδές ενός σοφού ηγεμόνα, με την τολμηρή δήλωση ότι πρώτη προτεραιότητα του Αυτοκράτορα πρέπει να είναι ο πόλεμος κατά της διαφθοράς και κατά της διείσδυσης βαρβάρων στον Ρωμαϊκό στρατό.
Τα τρία έτη που πέρασε στην Κωνσταντινούπολη ήταν ευχάριστα, αλλά και δυσάρεστα. Τον ελεύθερο χρόνο του αφιέρωσε στη λογοτεχνική σύνθεση. Στην αρχή επέτυχε την απαλλαγή φόρων για την Κυρήνη και την Πεντάπολη και την απαλλαγή δικαστικών υποχρεώσεων γι' αυτόν· μετά έπεσε σε δυσμένεια και έχασε τις διευκολύνσεις. Έπειτα ο Αυρηλιανός επέστρεψε στην εξουσία και αποκατέστησε τις παροχές στον Συνέσιο. Τότε ο ποιητής συνέθεσε το Αιγύπτιος ή περί Προνοίας, όπου ο καλός Όσιρις και ο κακός Τυφώνας (αλληγορία για τον Αυρηλιανό και τον Γότθο Γαϊνά, υπουργούς του Αρκαδίου) συναγωνίζονται για την επικράτηση και τίθεται το ερώτημα της θείας άδειας για το κακό.
Το 402 έγινε σεισμός και ο Συνέσιος άφησε την Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε στην Κυρήνη, αφού πρώτα πέρασε από την Αλεξάνδρεια. Το 403 μετέβη στην Αλεξάνδρεια, όπου νυμφεύτηκε και έζησε· επέστρεψε στην Κυρήνη το 405. Τα επόμενα έτη ο Συνέσιος ήταν απασχολημένος: η κύρια μέριμνά του ήταν η οργάνωση της άμυνας της Πεντάπολης από τις ετήσιες επιδρομές των γειτονικών φυλών.
Το 410 ο Συνέσιος, του οποίου το χριστιανικό αίσθημα δεν ήταν έκδηλο, εξελέγη από το λαό ως επίσκοπος της Πτολεμαΐδας· μετά από μακρύ δισταγμό για προσωπικούς και δογματικούς λόγους, αποδέχθηκε τελικά τη θέση αυτή και χειροτονήθηκε από τον Θεόφιλο πάπα της Αλεξάνδρειας. Η προσωπική δυσκολία αποφεύχθηκε, καθώς του επετράπη να διατηρήσει τη σύζυγό του, με την οποία ήταν πολύ συνδεδεμένος. Οι δογματικοί λόγοι ήταν οι Χριστιανικές απόψεις για τη δημιουργία της ψυχής (πίστευε στην προΰπαρξη), την κατά κυριολεξία ανάσταση (πίστευε στην αλληγορική ανάσταση) και την τελική καταστροφή του κόσμου (πίστευε στην αιωνιότητα), συμφώνησε όμως στις δημόσιες διδασκαλίες του να κάνει μερικές παραχωρήσεις προς τις ορθόδοξες απόψεις του λαού.
Κατά τη θητεία του στην αρχιεπισκοπή συνέβησαν διάφορα: απεβίωσαν οι δύο γιοί του το 411 και ο τρίτος το 413, εισέβαλαν βάρβαροι που τους απώθησε με τη ικανή, στρατιωτική του οργάνωση και αντιπαρατέθηκε με τον praeses (διοικητή) Ανδρόνικο, που όταν παραβίασε το άσυλο ναού, τον αφόρισε. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς απεβίωσε· επειδή δεν αναφέρει το βίαιο τέλος της Υπατίας το 415, πρέπει να απεβίωσε πριν.
Η πολύπλευρη δράση του, όπως φαίνεται στις επιστολές του και η ενδιάμεση θέση του, καθώς αν και Νεοπλατωνιστής ήταν χαλαρός Χριστιανός, κάνει γοητευτικά ενδιαφέρουσα τη μορφή του. Τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του μαρτυρούνται σε μία επιστολή του προς την Υπατία, όπου υπάρχει η πιο παλιά αναφορά στο υδρόμετρο και σε μία εργασία στη χημεία με τη μορφή σχολίων στον ψευδο-Δημόκριτο.
Russian (Dvoretsky)
Συνέσιος: ὁ Синесий (родом из Кирены, греч. писатель IV-V вв. н. э.).