ἐκναυστολέω: Difference between revisions

From LSJ
(6_1)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ἐκναυστολῶ ([[ἐκναυστολέω]]) (Μ)<br />[[εκπλέω]], [[αποπλέω]] [[εναντίον]] κάποιας περιοχής.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκναυστολέω''': [[ἐκπλέω]], Κ. Μανασσ. Χρ. σ. 97.
|lstext='''ἐκναυστολέω''': [[ἐκπλέω]], Κ. Μανασσ. Χρ. σ. 97.
}}
}}

Latest revision as of 12:47, 21 November 2024

Greek Monolingual

ἐκναυστολῶ (ἐκναυστολέω) (Μ)
εκπλέω, αποπλέω εναντίον κάποιας περιοχής.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκναυστολέω: ἐκπλέω, Κ. Μανασσ. Χρ. σ. 97.