раздражительный: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀκράχολος]], [[δύσοργος]], [[ἐπίχολος]], [[ὀμφακίας]], [[εὐπαρόρμητος]], [[δύσκολος]], [[χολώδης]], [[βαρύθυμος]], [[ὀξυκάρδιος]], [[ὀργίλος]], [[ἀγανακτητικός]] | |rueltext=[[ἀκρόχολος]], [[ἀκράχολος]], [[δύσοργος]], [[ἐπίχολος]], [[ὀμφακίας]], [[εὐπαρόρμητος]], [[δύσκολος]], [[χολώδης]], [[βαρύθυμος]], [[ὀξυκάρδιος]], [[ὀργίλος]], [[ἀγανακτητικός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 25 November 2024
Russian > Greek
ἀκρόχολος, ἀκράχολος, δύσοργος, ἐπίχολος, ὀμφακίας, εὐπαρόρμητος, δύσκολος, χολώδης, βαρύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀργίλος, ἀγανακτητικός