ὀμφακίας
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
(sc. οἶνος), ὁ,
A wine from unripe grapes, Gal. ap. Ath.1.26d.
II as masc. Adj., harsh, austere, θυμός Ar.Ach.352, cf. Plu.2.11d.
2 ὀμφακίαι νεκροί = unripe, i.e. untimely, dead, Luc.Cat.5.
German (Pape)
[Seite 343] ὁ, Wein von unreifen Trauben, herb, im Gegensatz von γλυκάζων, Ath. I, 26 c; übertr., adjectivisch, mürrisch, sauertöpfisch, θυμός, Ar. Ach. 333; vgl. B. A. 54; – ὀμφακίας νεκροὺς ἥκεις ἄγων, Luc. Cat. 5, wo Kinder, frühzeitig Gestorbene damit bezeichnet scheinen.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 âpre, acerbe;
2 non encore mûr : νεαρός LUC jeune homme mûri avant l'âge.
Étymologie: ὄμφαξ.
Russian (Dvoretsky)
ὀμφᾰκίᾱς: ου adj. m
1 досл. кислый, терпкий, перен. (тж. ὀ. τὸν τρόπον Plut.) резкий, раздражительный (θυμός Arph.);
2 преждевременный, ранний (νεκροί Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰκίας: (δηλ. οἶνος), ὁ, οἶνος ἐξ ἀώρων σταφυλῶν, Ἀθήν. 26D.ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ., τραχύς, δριμύς, αὐστηρός, θυμὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 352· πρβλ. ὄμφαξ ΙΙ. 3. 2) ὀμφακίαι νεκροί, ἄωροι νεκροί, δηλ. νέοι ἀποθανόντες προώρως, Λουκ. Κατάπλους ἢ Τύρανν. 5.
Greek Monolingual
ὀμφακίας, ὁ (Α)
1. υπόξινος οίνος παρασκευασμένος από άγουρα σταφύλια, χυμός από άγουρα σταφύλια
2. (ως επίθ. αρσ.) μτφ. οξύς, δριμύς, τραχύς, αυστηρός («δεινὸν γὰρ οὕτως ὀμφακίαν πεφυκέναι τὸν θυμὸν ἀνδρῶν», Αριστοφ.)
3. φρ. «ὀμφακίαι νεκροί» — άτομα που πέθαναν σε νεαρή ηλικία (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ. -ίας, που απαντά και σε άλλες ονομασίες κρασιών (πρβλ. καπνίας, κωνίας)].
Greek Monotonic
ὀμφᾰκίας: ὁ (ὄμφαξ), αυτός που έχει παραχθεί από άγουρα σταφύλια· απ' όπου, τραχύς, δυσάρεστος, σκληρός, δριμύς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὄμφαξ
made from unripe grapes: hence harsh, austere, crabbed, Ar.