ὀμφακίας

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰκίας Medium diacritics: ὀμφακίας Low diacritics: ομφακίας Capitals: ΟΜΦΑΚΙΑΣ
Transliteration A: omphakías Transliteration B: omphakias Transliteration C: omfakias Beta Code: o)mfaki/as

English (LSJ)

(sc. οἶνος), ὁ,
A wine from unripe grapes, Gal. ap. Ath.1.26d.
II as masc. Adj., harsh, austere, θυμός Ar.Ach.352, cf. Plu.2.11d.
2 ὀμφακίαι νεκροί = unripe, i.e. untimely, dead, Luc.Cat.5.

German (Pape)

[Seite 343] ὁ, Wein von unreifen Trauben, herb, im Gegensatz von γλυκάζων, Ath. I, 26 c; übertr., adjectivisch, mürrisch, sauertöpfisch, θυμός, Ar. Ach. 333; vgl. B. A. 54; – ὀμφακίας νεκροὺς ἥκεις ἄγων, Luc. Cat. 5, wo Kinder, frühzeitig Gestorbene damit bezeichnet scheinen.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 âpre, acerbe;
2 non encore mûr : νεαρός LUC jeune homme mûri avant l'âge.
Étymologie: ὄμφαξ.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰκίᾱς: ου adj. m
1 досл. кислый, терпкий, перен. (тж. ὀ. τὸν τρόπον Plut.) резкий, раздражительный (θυμός Arph.);
2 преждевременный, ранний (νεκροί Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰκίας: (δηλ. οἶνος), ὁ, οἶνος ἐξ ἀώρων σταφυλῶν, Ἀθήν. 26D.ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ., τραχύς, δριμύς, αὐστηρός, θυμὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 352· πρβλ. ὄμφαξ ΙΙ. 3. 2) ὀμφακίαι νεκροί, ἄωροι νεκροί, δηλ. νέοι ἀποθανόντες προώρως, Λουκ. Κατάπλους ἢ Τύρανν. 5.

Greek Monolingual

ὀμφακίας, ὁ (Α)
1. υπόξινος οίνος παρασκευασμένος από άγουρα σταφύλια, χυμός από άγουρα σταφύλια
2. (ως επίθ. αρσ.) μτφ. οξύς, δριμύς, τραχύς, αυστηρός («δεινὸν γὰρ οὕτως ὀμφακίαν πεφυκέναι τὸν θυμὸν ἀνδρῶν», Αριστοφ.)
3. φρ. «ὀμφακίαι νεκροί» — άτομα που πέθαναν σε νεαρή ηλικία (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ. -ίας, που απαντά και σε άλλες ονομασίες κρασιών (πρβλ. καπνίας, κωνίας)].

Greek Monotonic

ὀμφᾰκίας: ὁ (ὄμφαξ), αυτός που έχει παραχθεί από άγουρα σταφύλια· απ' όπου, τραχύς, δυσάρεστος, σκληρός, δριμύς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὄμφαξ
made from unripe grapes: hence harsh, austere, crabbed, Ar.