ποταμήρυτος: Difference between revisions
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(33) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | |||
|ptext=([[ἀρύτω]]), <i>[[aus dem Strome geschöpft]]</i>, Paul.Sil. <i>ecphr</i>. 596, [[ὄλβος]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποτᾰμήρῠτος''': -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, [[ὄλβος]] Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596. | |lstext='''ποτᾰμήρῠτος''': -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, [[ὄλβος]] Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596. |
Latest revision as of 07:45, 29 November 2024
German (Pape)
(ἀρύτω), aus dem Strome geschöpft, Paul.Sil. ecphr. 596, ὄλβος.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμήρῠτος: -ον, (ἀρύτω) ὁ ἐκ ποταμοῦ ἀντληθείς, ἢ ἀφθόνως ἀντλούμενος ὡς ἐκ ποταμοῦ, ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που αντλείται από το ποτάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ρυτός (< ῥέω)].