3,277,119
edits
mNo edit summary |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(30 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synitheia | |Transliteration C=synitheia | ||
|Beta Code=sunh/qeia | |Beta Code=sunh/qeia | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[habitual intercourse]], [[acquaintance]], [[intimacy]], <b class="b3">αἱ πρὸς ἀλλήλους συνήθειαι</b> Isoc.1.1; διατριβαὶ καὶ συνήθειαι μετά τινων Aeschin.2.23; <b class="b3">ἡ τῶν φίλων συνήθεια</b> ib.152; συνήθεια καὶ [[φιλία]] Arist.''GA''753a12; <b class="b3">ἡ πολιτικὴ συνήθεια</b> Id.''EN''1181a11; τὰς τῶν φαύλων συνηθειῶν ὀλίγος χρόνος διέλυσε Isoc.1.1; ὅπως ἂν αἱ συνήθειαι διαζευχθῶσιν [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1319b26; <b class="b3">καὶ αὐτῷ δέ μοί εἰσι σ.</b> ''PCair.Zen.''42.2 (iii B.C.); ὢν ἡμῖν ἐν συνηθείᾳ ''PMich.Zen.''82.3 (iii B.C.).<br><span class="bld">b</span> [[sexual intercourse]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.31 ([[varia lectio|v.l.]]); συνήθειαν ἔχειν μετὰ γυναικός Plu.2.310e; πρὸς γυναῖκα Vett.Val.288.23.<br><span class="bld">2</span> of animals, [[herding together]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''575b19; [[νέμεσθαι]] [[κατὰ συνηθείας]] = [[in herds]], ib.611a7, cf. Ael.''NA''2.31; so of [[soldier]]s, [[κατὰ συνηθείας]] = [[in messes]], Plb.35.4.14.<br><span class="bld">II</span> [[habit]], [[custom]], h.Merc.485 (pl.), Hp.''VM''3, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 516a, etc.; pl., <b class="b3">φαῦλαι συνήθειαι</b> [[bad]] [[habit]]s, Epicur.''Sent.Vat.''46; κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''620a; <b class="b3">ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας</b> in his own [[accustomed]] [[haunt]]s, Id.''Lg.''865e; <b class="b3">ἡ συνήθεια τοῦ ἔργου</b> [[habituation]] to it, [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''12.4; λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων D. 19.3, cf. 60.27; πολλῆς . . συνήθεια ἡ [[ῥητορική]] Epicur.''Fr.''46; <b class="b3">τῇ συνηθείᾳ τοῦ εἰδώλου</b> [[by being used]] to it, ''1 Ep.Cor.''8.7; [[practice]], Plb.1.42.7, cf.Pl. ''Lg.''656d: with Preps., διὰ συνήθειαν Id.''Sph.''248b; <b class="b3">διὰ τὴν συνήθειαν</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''494b21; ἐκ συνηθείας ''OGI''629.12,79 (Palmyra, ii A.D.); <b class="b3">κατὰ συνήθειαν</b> [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''l.c.; παρὰ συνήθειαν Id.''Lg.''655e; ἠναγκάσμεθα ὑπὸ συνηθείας Id.''Tht.''157b; <b class="b3">συνήθειαν ἔχειν τῇ πολιτείᾳ</b> to be [[used]] to it, [[practised]] in it, Plb.39.5.2; σ. κτᾶσθαι πρὸς τὰ κοινά Plu.2.791a.<br><span class="bld">2</span> the [[customary usage]] of [[language]], ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''168b, cf. Chrysipp.Stoic.3.33; <b class="b3">εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι</b> brought the [[city]] to [[habitual use]] of this [[phrase]], Aeschin. 1.165; <b class="b3">ἡ συνήθεια τῶν Ἑλλήνων, αἱ κατὰ τὰς διαλέκτους συνήθειαι</b>, Phld.''Rh.''1.59 S., Gal.18(2).237, Phld.''Po.''5.2; <b class="b3">ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ μὴ εἰκαίᾳ συνηθείᾳ</b> Diocl. Magn.''Stoic.''3.214: abs., [[ordinary language]], ἐν τῇ συνηθείᾳ Plu.2.22f, cf.ib.c, 1113a; <b class="b3">κατὰ τὴν συνήθειαν</b> A.D.''Synt.''323.22, cf. Demetr.''Eloc.''69, al., D.H. ''Amm.''2.11, Herod.Med. in ''Rh.Mus.''49.549.<br><span class="bld">III</span> [[customary gratuity]], Sammelb.7336.13 (iii A.D.), 7369.25 (vi A.D.), ''PLond.''1.113 (3).''ΙΙ'', 3.1036.8 (both vi A.D.): pl., [[perquisites]], Cod.Just.3.2.4, Just. ''Nov.''134.1, al. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> [[habitudes en commun]], [[vie en commun]] ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> [[relations habituelles]], [[commerce]], [[société]];<br /><b>2</b> [[commerce intime]];<br /><b>II.</b> [[habitude]] :<br /><b>1</b> [[manière d'être habituelle]] : συνήθειαν [[κτᾶσθαι]] πρός τι PLUT acquérir l'habitude de qch;<br /><b>2</b> [[usage courant d'un mot]], [[d'une locution]] ; dialecte commun <i>ou</i> vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[συνήθης]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das [[Zusammenwohnen]], [[Zusammenleben]]</i>; Ael. <i>H.A</i>. 16.36; <i>[[geselliger Umgang]]</i>, διαφέρουσιν ἐν ταῖς πρὸς ἀλλήλους συνηθείαις, Isocr. 1.1; πρὸς Ἱππόνικον, <i>ib</i>. 2; von Liebesgemeinschaft, Xen. <i>Cyr</i>. 6.1.31; τῶν [[φίλων]], Aesch. 2.152; – <i>[[Angewöhnung]], [[Gewohnheit]]</i> (= [[ἔθος]], S.Emp. <i>pyrrh</i>. 1.146), <i>H.h. Herc</i>. 485; συνηθείας δέοιτ' ἄν, εἰ μέλλοι τὰ [[ἄνω]] [[ὄψεσθαι]], Plat. <i>Rep</i>. VII.516a; κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου, X. 620a; ὑπὸ συνηθείας, <i>aus [[Gewohnheit]], Theaet</i>. 157b; ἐκ συνηθείας ῥημάτων τε καὶ ὀνομάτων, <i>nach dem [[Sprachgebrauche]]</i>, 168b (so bes. oft Schol. ἐν τῇ συνηθείᾳ, z.B. zu Ar. <i>Nub</i>. 243; so auch πολλαί εἰσι συνήθειαι, S.Emp. <i>adv.gramm</i>. 228); τῶν ἀδικημάτων, Dem. 19.3; πρός τινα, Pol. 1.43.4 und A.; <i>[[Übung]]</i>, πολλῆς δεῖται ἐμπειρίας καὶ συνηθείας, Pol. 1.42.7. – Im plur. auch = καταμήνια, Arist. <i>H.A</i>. 6.21. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνήθεια -ας, ἡ [συνήθης] [[gewoonte]], [[gebruik]], [[gewenning]]:; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in de omgeving waarin hij zelf gewoonlijk verkeerde Plat. Lg. 865e; διὰ / κατὰ συνήθειαν uit gewoonte, volgens het gebruik; παρὰ συνήθειαν tegen de gewoonte in, tegen het gebruik in; met gen..; σ. τῶν ἀδικημάτων gewenning aan zijn misdaden Dem. 19.3; van woorden: dagelijks [[taalgebruik]], het gewone taalgebruik. Plat. Tht. 168b. regelmatige of vertrouwde omgang. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συνήθεια:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[общение]], [[близость]] (σ. καὶ [[φιλία]] Arst.): σ. πρός τινα Isocr. и [[μετά]] τινος Aeschin. общение с кем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[связь]], [[сожительство]] Xen.;<br /><b class="num">3</b> (у животных), [[спаривание]] Arst.;<br /><b class="num">4</b> [[кучка]] или [[стадо]]: κατὰ συνηθείας Arst. стадами, Polyb. отдельными группами;<br /><b class="num">5</b> [[привычка]], [[навык]] HH: σ. τινος Xen., Dem. привычка к чему-л.; διὰ τὴν συνήθειαν Plat., Arst., κατὰ συνήθειαν и ὑπὸ συνηθείας Plat. по привычке;<br /><b class="num">6</b> [[практика]], [[упражнение]] ([[ἐμπειρία]] καὶ σ. Polyb.; συνήθειαν ἔχειν τινί Polyb.; συνήθειαν [[κτᾶσθαι]] πρός τι Plut.);<br /><b class="num">7</b> [[обыкновение]], [[обычай]] ([[ἔστι]] σ. [[ὑμῖν]], [[ἵνα]] … NT);<br /><b class="num">8</b> [[обычное употребление]] (ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Plat.);<br /><b class="num">9</b> [[разговорный язык]], [[говор]] (τῶν Ἀθηναίων Sext.): ἐν τῇ συνηθείᾳ Plut. в просторечии. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=συνηθείας, ἡ ([[συνήθης]], and [[this]] from [[σύν]] and [[ἦθος]]), from Isocrates, [[Xenophon]], [[Plato]] | |txtha=συνηθείας, ἡ ([[συνήθης]], and [[this]] from [[σύν]] and [[ἦθος]]), from Isocrates, [[Xenophon]], [[Plato]] down, Latin consuetudo, i. e.<br /><b class="num">1.</b> [[contact]] ([[with]] [[one]]), [[intimacy]]: [[custom]]: Buttmann, § 189,45); a [[being]] used to: [[with]] a genitive of the [[object]] to [[which]] [[one]] is [[accustomed]], L T Tr WH. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 34: | ||
|lsmtext='''συνήθεια:''' ἡ ([[συνήθης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συναναστροφή]], [[οικειότητα]], [[γνωριμία]], [[συντροφικότητα]], φιλική [[σχέση]], Λατ. [[consuetudo]], σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> έξη, [[έθιμο]], [[συνήθεια]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· με γεν., <i>ἔργου</i>, [[εξοικείωση]] μ' αυτό, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθης]] [[χρήση]] της γλώσσας ή μιας έκφρασης, σε Αισχίν. | |lsmtext='''συνήθεια:''' ἡ ([[συνήθης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συναναστροφή]], [[οικειότητα]], [[γνωριμία]], [[συντροφικότητα]], φιλική [[σχέση]], Λατ. [[consuetudo]], σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> έξη, [[έθιμο]], [[συνήθεια]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· με γεν., <i>ἔργου</i>, [[εξοικείωση]] μ' αυτό, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθης]] [[χρήση]] της γλώσσας ή μιας έκφρασης, σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνήθεια''': ἡ, [[συναναστροφή]], [[σχέσις]], γνωριμία, [[φιλία]], Λατιν. consue?do, [[πρός]] τινα Ἰσοκρ. 2Α, κτλ.˙ μετά τινος Αἰσχίν. 31. 18˙ ἡ τῶν φίλων σ. ὁ αὐτ. 48. 27˙ σ. καὶ [[φιλία]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 12, 15˙ ἡ πολιτικὴ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 19˙ πληθ., αἱ στεναὶ γνωριμίαι καὶ σχέσεις, τῶν φαύλων σ. [[ὀλίγος]] [[χρόνος]] διέλυσεν Ἰσοκρ. 2Α˙ [[ὅπως]] αἱ σ. διαζευχθῶσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 19˙ ― σαρκικὴ [[συνουσία]], [[μῖξις]], Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31˙ σ. ἔχειν μετὰ γυναικὸς Σώστρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34˙ ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 7. 2) ἐπὶ ζῴων, [[συναγελασμός]], [[ἀγέλη]], νέμεσθαι κατὰ συνηθείας, κατὰ ἀγέλας, [[αὐτόθι]] 9. 4, πρβλ. Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 2. 31˙ ― [[οὕτως]] ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συνηθείας, κατὰ συσσίτια, Πολύβ. 35. 4, 14. ΙΙ. [[ἕξις]], [[ἔθος]], [[συνήθεια]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 485, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Πολ. 516Α˙ κατὰ συν. τοῦ προτέρου βίου [[αὐτόθι]] 620Α˙ τοῖς ἤθεσι τῆς [[ἑαυτοῦ]] συνηθείας, εἰς τοὺς συνήθεις τόπους [[ἔνθα]] διατρίβει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 865Ε˙ σ. τοῦ ἔργου, [[ἕξις]], ἐξοικείωσις πρὸς αὐτό, Ξεν. Κυν. 12, 4˙ λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων Δημ. 342. 11, πρβλ. 1397. 13· τῇ σ. τοῦ εἰδώλου ὡς [[εἰδωλόθυτον]] ἐσθίουσιν Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 7˙ ― [[ἐφαρμογή]], ἄσκησις, [[γυμνασία]], Πολύβ. 1. 42, 7, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 656D· ― μετὰ προθέσεων, διὰ συνήθειαν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 248Β˙ διὰ τὴν σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16. 1˙ κατὰ ἢ παρὰ συνήθειαν, [[ἐναντίον]] τῆς συνηθείας, Πλάτ. Πολ. 620Α, Νόμ. 655Ε· ὑπὸ συνηθείας ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 157Α˙ ― σ. ἔχω τινί, εἶμαι συνηθισμένος εἴς τι, Πολύβ. 40. 10, 2˙ σ. κτᾶσθαι [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 791Α. 2) ἡ κατὰ συνήθειαν [[χρῆσις]] τῆς γλώσσης, ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Πλάτ. Θεαίτ. 168Β˙ εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι, ἔκαμε τὴν πόλιν εἰς συνήθη χρῆσιν τῆς φράσεως ταύτης, Αἰσχίν. 23. 37˙ σ. Ἀθηναίων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 228˙ ― ἰδίως ἡ κοινὴ καὶ [[συνήθης]] [[γλῶσσα]], ἐν τῇ συνηθείᾳ Πλούτ. 2. 22F, πρβλ. [[αὐτόθι]] C, 1113Α, καὶ Γραμμ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζαν., 1) [[φόρος]]. 2) πληρωμή, [[μισθός]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 42: | Line 45: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[acquaintance]], [[custom]], [[friendship]], [[habit]], [[intimacy]], [[experience in]], [[familiarity with]], [[intimacy with]], [[intimate knowledge of]] | |woodrun=[[acquaintance]], [[custom]], [[friendship]], [[habit]], [[intimacy]], [[experience in]], [[familiarity with]], [[intimacy with]], [[intimate knowledge of]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[συναναστροφή]], [[φιλία]], [[συνήθεια]]). Ἀπό τό [[συνήθης]] → σύν + [[ἦθος]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====intimacy=== | |trtx====[[intimacy]]=== | ||
Albanian: afërsi; Bulgarian: интимност; Catalan: intimitat; Chinese Mandarin: 親密, 亲密, 親近, 亲近; Czech: důvěrnost; Danish: intimitet; Dutch: [[intimiteit]]; Esperanto: kuneco, intimeco; Finnish: intiimiys; French: [[intimité]]; German: [[Intimität]]; Greek: [[οικειότητα]]; Ancient Greek: [[συνήθεια]]; Hindi: अंतरंगता; Ido: intimeso; Italian: [[intimità]]; Japanese: 親交, 親密さ; Khmer: ភាពស្និទ្ធស្នាល; Korean: 친교(親交), 친밀함; Latvian: intimitāte; Persian: نزدیکی, صمیمیت; Polish: intymność, bliskość; Portuguese: [[intimidade]]; Romanian: intimitate; Russian: [[близость]], [[интимность]]; Spanish: [[intimidad]]; Swedish: intimitet | Albanian: afërsi; Bulgarian: интимност; Catalan: intimitat; Chinese Mandarin: 親密, 亲密, 親近, 亲近; Czech: důvěrnost; Danish: intimitet; Dutch: [[intimiteit]]; Esperanto: kuneco, intimeco; Finnish: intiimiys; French: [[intimité]]; German: [[Intimität]]; Greek: [[οικειότητα]]; Ancient Greek: [[συνήθεια]]; Hindi: अंतरंगता; Ido: intimeso; Italian: [[intimità]]; Japanese: 親交, 親密さ; Khmer: ភាពស្និទ្ធស្នាល; Korean: 친교(親交), 친밀함; Latvian: intimitāte; Persian: نزدیکی, صمیمیت; Polish: intymność, bliskość; Portuguese: [[intimidade]]; Romanian: intimitate; Russian: [[близость]], [[интимность]]; Spanish: [[intimidad]]; Swedish: intimitet | ||
===[[acquaintance]]=== | |||
===acquaintance=== | Albanian: njohje; Arabic: مَعْرِفَة; Armenian: ծանոթություն; Azerbaijani: tanışlıq; Belarusian: знаёмства; Breton: konesañs; Bulgarian: познанство; Czech: známost; Dutch: [[bekendheid]]; Finnish: tuttavuus, tuttavasuhde; French: [[relation]], [[accointance]], [[connaissance]]; Galician: familiaridade; Georgian: ნაცნობობა; German: [[Bekanntschaft]], [[Umgang]]; Greek: [[γνωριμία]]; Ancient Greek: [[γνωριμότης]], [[γνώρισις]], [[ἐμπειρία]], [[ἐμπειρίη]], [[ἐπιστήμη]], [[ξυνήθεια]], [[συνήθεια]], [[χρῆσις]]; Hungarian: ismeretség; Ingrian: tuttahus; Irish: aitheantas, aithnid; Italian: [[conoscenza]]; Japanese: 知り合い; Kazakh: таныстық; Kyrgyz: тааныштык; Latin: [[notitia]]; Latvian: pazīšanās; Lithuanian: pažintis; Macedonian: запознавање; Malayalam: പരിചയം; Persian: آشنایی; Polish: znajomość; Portuguese: [[familiaridade]]; Romanian: cunoștință; Russian: [[знакомство]]; Sardinian: connoschimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: познанство; Roman: poznánstvo; Slovak: známosť; Slovene: poznanstvo; Spanish: [[amistad]], [[conocimiento]], [[junta]], [[relación]], [[trato]]; Swedish: bekantskap; Tajik: ошноӣ, шиносоӣ; Telugu: పరిచయము; Turkish: aşina; Ukrainian: знайомство; Uzbek: tanishlik; Volapük: seväd | ||
Armenian: ծանոթություն; Breton: konesañs; Bulgarian: познанство; Czech: známost; Dutch: [[bekendheid]]; Finnish: tuttavuus, tuttavasuhde; French: [[relation]], [[accointance]]; Georgian: ნაცნობობა; German: [[Bekanntschaft]], [[Umgang]]; Greek: [[γνωριμία]]; | ===[[sexual intercourse]]=== | ||
Afrikaans: seksuele omgang; Albanian: marrëdhënie seksuale; Arabic: جِمَاع, مُجَامَعَة, مُضَاجَعَة; Armenian: սեռական հարաբերություն; Azerbaijani: cinsi əlaqə; Belarusian: палавыя зносіны, сукупленне, палавы акт, плоцевы акт; Bengali: যৌনসঙ্গম; Breton: darempredoù revel; Bulgarian: съвокупление, полово сношение; Burmese: သံဝါသ; Catalan: relació sexual; Chinese Cantonese: 性交; Mandarin: 性交, 房事, 交合; Czech: pohlavní styk, soulož; Danish: samleje; Dutch: [[geslachtsgemeenschap]], [[sexuele betrekkingen]], [[seksueel verkeer]]; Esperanto: amoro; Estonian: suguühe; Faroese: samlega; Finnish: yhdyntä, seksuaalinen kanssakäyminen; parittelu; French: [[coït]], [[rapport sexuel]], [[relation sexuelle]], [[union charnelle]], [[union sexuelle]]; Georgian: სქესობრივი კავშირი, სექსი, კოიტუსი, სქესობრივი აქტი; German: [[Geschlechtsverkehr]], [[Koitus]]; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌹𐌲𐍂𐌹; Greek: [[συνουσία]], [[ερωτική επαφή]], [[ζευγάρωμα]]; Ancient Greek: [[ἀφροδίσια]], [[ἀφροδισιασμός]], [[βίνημα]], [[βῖνος]], [[γαμική ὁμιλία]], [[γάμος]], [[διφυής Ἔρως]], [[ἔντευξις]], [[ἐπιπλοκή]], [[ζώνη]], [[κοινωνία]], [[κωβήλη]], [[μίξις]], [[μῖξις]], [[μιξοιφία]], [[ξύμμιξις]], [[ξυνήθεια]], [[ξύνοδος]], [[ξυνουσία]], [[ὁμιλία]], [[ὁμιλίη]], [[πλησιασμός]], [[πόθοδος]], [[πόσοδος]], [[πρᾶξις ἡ γεννητική]], [[πρόσοδος]], [[σπλέκωμα]], [[συγκαθεύδησις]], [[σύμμειξις]], [[συμμιξία]], [[σύμμιξις]], [[συμπλοκή]], [[συνέλευσις]], [[συνήθεια]], [[σύνοδος]], [[συνουσία]], [[συνουσίασμα]], [[συνουσιασμός]], [[συνουσίη]]; Gujarati: સંભોગ; Hebrew: יַחֲסֵי מִין, הזדווגות \ הִזְדַּוְּגוּת; Hindi: संभोग, सहवास, सम्भोग; Hungarian: nemi közösülés, közösülés; Icelandic: kynmök, mök, samfarir; Ido: koito; Indonesian: hubungan seksual; Irish: comhriachtain, caidreamh collaí, bualadh craicinn, déanamh craicinn; Italian: [[rapporto sessuale]], [[coito]]; Japanese: 性交; Kannada: ಸಂಭೋಗ; Kazakh: жыныстық акт, жыныстық қатынас; Khmer: ការរួមភេទ, រតិកម្ម; Korean: 성교(性交); Kurdish Northern Kurdish: guhnelî, perîn, têkiliyên zayendî, gan; Kyrgyz: жакындашуу, жыныстык жакындашуу; Lao: ການນອນນຳກັນ, ການຮ່ວມເພດ; Latin: [[coitus]]; Latvian: dzimumakts; Lithuanian: lytinis aktas, sueitis; Macedonian: полов однос, сексуален однос; Malagasy: firaisana ara-nofo, firaisana; Malay: persetubuhan; Malayalam: ലൈംഗികബന്ധം; Marathi: संभोग; Mongolian Cyrillic: хурьцал; Mongolian: ᠬᠤᠷᠢᠴᠠᠯ; Norwegian Bokmål: kjønnslig omgang, samleie; Old English: hǣmed, leġertēam, wīfġemāna; Oromo: gaana; Pashto: غو or; Persian: آمیزش, آمیزش جنسی, جماع; Polish: stosunek płciowy; Portuguese: [[relação sexual]]; Romanian: relație sexuală, futut, contact sexual; Russian: [[половое сношение]], [[сношение]], [[половой акт]], [[совокупление]], [[половой акт]]; Scots: conjugalitie; Serbo-Croatian Cyrillic: сексуални однос, сполни однос, сно̏ша̄ј; Roman: seksualni odnos, spolni odnos, snȍšāj; Sinhalese: ලිංගික සංසර්ගය; Slovak: pohlavný styk, súlož; Slovene: spolni odnos, spolno občevanje; Spanish: [[coito]], [[relación sexual]], [[cópula]]; Swedish: samlag; Tagalog: sariing talamitan, pagtatalik; Tajik: ҷамъкунӣ, яккунӣ, ҷамъшавӣ, якшавӣ, ҷимоъ; Tamil: பாலுறவு; Tatar: җенси якынлык, җенси мөнәсәбәт; Telugu: సంభోగము; Thai: การร่วมประเวณี, การร่วมเพศ, เพศสัมพันธ์; Turkish: cinsel ilişki, çiftleşmek, çiftleşme; Turkmen: jynsy gatnaşyk; Ukrainian: статеві зносини, злягання, статевий акт; Urdu: جماع; Uzbek: jinsiy aloqa, qovushish, qoʻshilish; Vietnamese: giao cấu, giao hợp, giao phối, tính giao | |||
===[[habit]]=== | |||
Albanian: shprehi, gojdhânë; Arabic: عَادَة; Armenian: սովորություն, սովորույթ; Aromanian: huchi; Assamese: অভ্যাস; Asturian: vezu; Azerbaijani: adət; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай, звычка; Bengali: অভ্যাস; Breton: boaz; Bulgarian: навик; Burmese: ဝသီ, အလေ့အကျင့်; Catalan: costum; Chechen: ӏедал, ламаст; Chechen: ӏедал; Cherokee: ᎢᏯᏛᏁᎵᏓᏍᏗ; Chinese Cantonese: 習慣/习惯; Hakka: 習慣/习惯; Mandarin: 習慣/习惯; Min Nan: 習慣/习惯; Corsican: abitùdine; Crimean Tatar: adet; Czech: návyk, zvyk; Danish: vane; Dutch: [[gewoonte]]; Esperanto: kutimo; Estonian: harjumus; Even: хавкан; Evenki: татын, савкан; Faroese: vani; Finnish: tapa; French: [[habitude]]; Friulian: usance; Galician: hábito, costume; Georgian: ჩვევა, ჩვეულება; German: [[Gewohnheit]], [[Habitus]]; Greek: [[συνήθεια]]; Ancient Greek: [[ἔθιμον]], [[ἔθισμα]], [[ἐθισμός]], [[ἔθος]], [[εἶδος]], [[ἕξις]], [[ἐπιτήδευμα]], [[θέμις]], [[μελέτη]], [[συνήθεια]], [[τὸ μεμαθηκός]], [[τρόπος]]; Gujarati: ટેવ; Haitian Creole: abitid; Hausa: dabu'a; Hawaiian: hana maʻa; Hebrew: הֶרְגֵּל, מִנְהָג; Hindi: अभ्यास; Hungarian: szokás; Icelandic: vani, venja; Ido: kustumo; Igbo: omume; Indonesian: kebiasaan, adat; Interlingua: habitude; Irish: cleachtadh, gnás, béas, nós, taithí; Italian: [[abitudine]], [[consuetudine]]; Japanese: 習慣; Javanese: adat; Jeju: 쿠세; Kazakh: әдет; Khmer: ទំលាប់; Korean: 습관(習慣), 버릇; Kurdish Northern Kurdish: edet; Kyrgyz: адат; Lao: ນິໄສ; Latin: [[habitus]]; Latvian: ieradums, paradums, paradums; Lithuanian: įprotis; Macedonian: навика; Malay: tabiat, kebiasaan, adat; Maltese: drawwa; Manx: cliaghtey, oash; Marathi: सवय; Mbyá Guaraní: eko; Mongolian Cyrillic: зан, зуршил; Nepali: अभ्यास; Ngazidja Comorian: twaɓia; Norwegian Bokmål: vane, sedvane; Nynorsk: vane, sedvane; Occitan: costuma, abitud; Old English: þēaw; Oriya: ଅଭ୍ୟାସ; Pashto: عادت; Persian: عادت; Plautdietsch: Sitten; Polish: nawyk inan, zwyczaj inan; Portuguese: [[hábito]], [[costume]]; Punjabi: ਆਦਤ, ਆਦਤਾਂ; Romanian: obicei, habitudine; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: [[привычка]], [[обычай]], [[обыкновение]], [[традиция]]; Sanskrit: अभ्यास; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: навика, привика; Roman: navika, privika; Sicilian: abbitùtini; Slovak: zvyk, návyk; Slovene: navada; Somali: caado; Spanish: [[costumbre]], [[hábito]]; Swedish: vana; Tajik: одат; Tatar: гадәт; Telugu: అలవాటు; Thai: นิสัย; Tocharian B: yakne; Turkish: alışkanlık, adet; Turkmen: endik, adat; Ukrainian: звичка; Urdu: عادت; Uyghur: ئادەت; Uzbek: odat; Vietnamese: thói quen; Volapük: kösömot; Walloon: abitude, alaedje; Welsh: arferiad; Yiddish: געוווינהייט | |||
===[[habituation]]=== | |||
Bulgarian: свикване, приучване; Czech: habituace; Dutch: [[gewenning]]; Greek: [[εξοικείωση]], [[εθισμός]]; Ancient Greek: [[ἐθισμός]], [[ξυνήθεια]], [[ὁδοποίησις]], [[προσεθισμός]], [[συνεθισμός]], [[συνήθεια]]; Indonesian: habituasi; Latin: [[consuetudo]]; Polish: habituacja; Russian: [[привыкание]], [[приобретение привычки]], [[приспособление]], [[адаптация]]; Spanish: [[habituación]] | |||
===[[custom]]=== | |||
Adyghe: хабзэ; Afrikaans: gebruik; Albanian: doke, adet; Arabic: عَادَة, عُرْف; Armenian: սովորույթ, սովորություն; Avar: гӏадат; Azerbaijani: adət, adət-ənənə; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай; Bengali: প্রথা, রসম, রেওয়াজ, আদত; Bulgarian: обичай, привичка, навик; Burmese: ထုံးစံ, ဓလေ့; Catalan: costum; Cebuano: batasan; Chechen: ӏадат; Chinese Mandarin: 習慣/习惯, 習俗/习俗, 風俗/风俗, 俗例; Czech: obyčej, zvyk; Danish: skik, sædvane; Dutch: [[manieren]], [[gebruiken]]; Esperanto: kutimo; Estonian: tava, komme; Finnish: tapa; French: [[coutume]]; Galician: costume, doito, vezo; Georgian: ჩვეულება, წესი; German: [[Brauch]], [[Gewohnheit]], [[Sitte]]; Gothic: 𐌱𐌹𐌿𐌷𐍄𐌹; Greek: [[συνήθεια]]; Ancient Greek: [[συνήθεια]], [[δίκη]]; Hebrew: מִנְהָג; Hindi: रिवाज, रस्म, प्रथा; Hungarian: szokás; Iban: adat; Icelandic: siðvenja; Ido: kustumo; Indonesian: adat; Irish: nós, gnás, béas, cleachtadh; Italian: [[usanza]], [[costume]], [[uso]]; Japanese: 習慣, 風俗; Kazakh: ғұрып, әдет, әдет-ғұрып, салт; Khmer: ទំនៀម, ប្រវេណី, ប្រពៃណី; Korean: 습관(習慣), 풍속(風俗), 풍습; Kyrgyz: адат, урп-адат, салт; Lao: ກະບິນ, ຈາລີດ, ທັມນຽມ; Latin: [[consuetudo]]; Latvian: paraža, paradums; Lithuanian: paprotys; Macedonian: обичај, навика; Malay: adat; Malayalam: ആചാരം; Maore Comorian: mila, udzevu; Mongolian: ёс, заншил; Norwegian Bokmål: bruk, skikk; Occitan: costuma; Old English: behogadnes; Ottoman Turkish: قاعده; Pashto: دود, رسم, عرف; Persian: رسم, عادت, هند, عرف; Plautdietsch: Tracht, Sitten; Polish: zwyczaj, obyczaj, nawyk, moda; Portuguese: [[costume]], [[hábito]]; Romanian: obicei; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: [[обычай]], [[привычка]]; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: обичај; Roman: običaj; Sicilian: usu, abbitùddini, usanza, custumi, tradizziuni; Slovak: obyčaj, zvyk; Slovene: običaj; Southern Altai: јаҥ; Spanish: [[habituación]], [[costumbre]], [[usanza]]; Swedish: sed, vana, sedvänja; Tagalog: ugali; Tajik: расм, одат, урфу одат, урф; Tamil: வழமை; Thai: แบบแผน, ธรรมเนียม, จารีต; Turkish: adet, görenek; Turkmen: adat, urp-adat, dessur; Ukrainian: звичай, обичай; Urdu: رواج, رسم, ضابطہ, عرف; Uyghur: رەسىم; Uzbek: odat; Vietnamese: tập quán, phong tục, tục lệ; Walloon: uzaedje; White Hmong: cai | |||
}} | }} |