διαδικέω: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(13_1) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0576.png Seite 576]] einen Proceß entscheiden, Dio Cass. 40, 55; processiren, Plut. verstärktes [[ἀδικέω]], Dio Cass. 58, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0576.png Seite 576]] einen Proceß entscheiden, Dio Cass. 40, 55; processiren, Plut. verstärktes [[ἀδικέω]], Dio Cass. 58, 16. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[διαγωνίζομαι]] ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. [[ἐκδικάζω]], ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 5 August 2017
English (LSJ)
(A),
A contend at law, πρός τινα PRein.19.16 (ii B. C.); οἱ διαδικοῦντες the contending parties, Plu.2.196c, POxy.1101.8 (iv A.D.). 2 decide a suit, οἱ διαδικοῦντες the jurors, D.C.40.55 (s. v.l.).
δι-ᾰδῐκέω (B),
A do wrong, injure, D.C.58.16.
German (Pape)
[Seite 576] einen Proceß entscheiden, Dio Cass. 40, 55; processiren, Plut. verstärktes ἀδικέω, Dio Cass. 58, 16.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῐκέω: (δίκη) διαγωνίζομαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. ἐκδικάζω, ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55.