κοττὶς: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6_8) |
(No difference)
|
Revision as of 09:24, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
κοττὶς: ἢ κοτίς, -ίδος, ἡ, (Δωρ. ἀντὶ κεφαλὴ Πολυδ. Β΄, 29), ἡ παρεγκεφαλίς, Ἱππ. 468. 29, κτλ.· ὡσαύτως, κόττα ἢ κόττη, ὑποκορ. κοττάριον, Ἡσύχ.· πρβλ. κόττος. (Ἐντεῦθεν, πρόκοττα, τρόπος κουρᾶς τῆς κόμης, καθ’ ἣν ἀφίνετο μὲν μακρὰ κατὰ τὸ ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς, ἐκείρετο δὲ βραχεῖα κατὰ τὸ ὄπισθεν, Πολυδ. Β΄, 29· ἐντεῦθεν καὶ τὸ Λατ. Gotta).