καταλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(13_5)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] dazu-, darunterrechnen; ἐν τοῖς ἀδίκοις τοὺς ἀχαρίστους Xen. Mem. 2, 2, 1; ἐν ἀρετῇ μηδεὶς καταλογιζέσθω, als Tugend anrechnen, Aesch. 3, 202; οὐχ ἵν' εὐεργέτημά τι καταλογίσηται πρὸς ὑμᾶς Dem. 7, 6; Sp. aufzählen, hererzählen, der Reihe nach, App. Syr. 61 u. öfter. – Zusammenrechnen, erwägen, überdenken, Xen. An. 5, 6, 16 Hell. 3, 2, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] dazu-, darunterrechnen; ἐν τοῖς ἀδίκοις τοὺς ἀχαρίστους Xen. Mem. 2, 2, 1; ἐν ἀρετῇ μηδεὶς καταλογιζέσθω, als Tugend anrechnen, Aesch. 3, 202; οὐχ ἵν' εὐεργέτημά τι καταλογίσηται πρὸς ὑμᾶς Dem. 7, 6; Sp. aufzählen, hererzählen, der Reihe nach, App. Syr. 61 u. öfter. – Zusammenrechnen, erwägen, überdenken, Xen. An. 5, 6, 16 Hell. 3, 2, 18.
}}
{{ls
|lstext='''καταλογίζομαι''': μέλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι· ἀποθ.·- [[λογαριάζω]], ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16, Ἑλλ. 3. 2. 18· κ. τὸ [[εὐεργέτημα]] [[πρός]] τινα, τὸ σημειώνω εἰς λογαριασμὸν του, Δημ. 78. 7· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ’ ὑμῖν ἐν ἀρετῇ, μηδεὶς ἂς λογαριάζῃ τοῦτο εἰς ὑμᾶς ὡς ἀρετὴν, Αἰσχίν. 82. 40· μετ’ἀπαρ., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι Ἀππ. Ἰλλυρ. 16. ΙΙ. [[λογαριάζω]] ἢ ὑπολογίζω [[μεταξύ]], ἐναριθμῶ, λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις κ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 2. 1.- Παθ. κατελογίσθην ἐν Ἑβδ. ΙΙΙ. ἀφηγοῦμαι κατὰ σειρὰν, Ἀππ. Συρ. 61· κατελογίσατο τῷ δήμῳ πάντα Μακεδ. 17.
}}
}}

Revision as of 09:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλογίζομαι Medium diacritics: καταλογίζομαι Low diacritics: καταλογίζομαι Capitals: ΚΑΤΑΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katalogízomai Transliteration B: katalogizomai Transliteration C: katalogizomai Beta Code: katalogi/zomai

English (LSJ)

   A count up, reckon, X.An.5.6.16, HG3.2.18; κ. εὐεργέτημα πρός τινα put it down to his account, D.7.6; μηδ' ἐν ἀρετῇ τοῦθ' ὑμῶν μηδεὶς -λογιζέσθω let no one impute it as a virtue, Aeschin.3.202: c. inf., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι App.Ill.16.    II count, reckon among, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις X.Mem.2.2.1:—Pass., ἔν τισι -λογισθῆναι LXXIs.14.10, Wi. 5.5.    III recount in order, τισὶ τὰ ἔργα τὰ ἑαυτοῦ App.Syr.61, cf. Mac.19.

German (Pape)

[Seite 1361] dazu-, darunterrechnen; ἐν τοῖς ἀδίκοις τοὺς ἀχαρίστους Xen. Mem. 2, 2, 1; ἐν ἀρετῇ μηδεὶς καταλογιζέσθω, als Tugend anrechnen, Aesch. 3, 202; οὐχ ἵν' εὐεργέτημά τι καταλογίσηται πρὸς ὑμᾶς Dem. 7, 6; Sp. aufzählen, hererzählen, der Reihe nach, App. Syr. 61 u. öfter. – Zusammenrechnen, erwägen, überdenken, Xen. An. 5, 6, 16 Hell. 3, 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

καταλογίζομαι: μέλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι· ἀποθ.·- λογαριάζω, ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16, Ἑλλ. 3. 2. 18· κ. τὸ εὐεργέτημα πρός τινα, τὸ σημειώνω εἰς λογαριασμὸν του, Δημ. 78. 7· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ’ ὑμῖν ἐν ἀρετῇ, μηδεὶς ἂς λογαριάζῃ τοῦτο εἰς ὑμᾶς ὡς ἀρετὴν, Αἰσχίν. 82. 40· μετ’ἀπαρ., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι Ἀππ. Ἰλλυρ. 16. ΙΙ. λογαριάζω ἢ ὑπολογίζω μεταξύ, ἐναριθμῶ, λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις κ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 2. 1.- Παθ. κατελογίσθην ἐν Ἑβδ. ΙΙΙ. ἀφηγοῦμαι κατὰ σειρὰν, Ἀππ. Συρ. 61· κατελογίσατο τῷ δήμῳ πάντα Μακεδ. 17.