ὠκεάνειος: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(6_17) |
(No difference)
|
Revision as of 09:24, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ὠκεάνειος: -ον, ὁ εἰς τὸν ὠκεανὸν ἀνήκων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 300, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππόλυτ. 121, Γαλην., Εὐστ., κλπ.· συχνάκις φέρεται ἡμαρτημένως ὠκεάνιος.