συγκεκομμένως: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(11)
 
(6_6)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sugkekomme/nws
|Beta Code=sugkekomme/nws
|Definition=Adv. of <b class="b3">συγκόπτω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">concisely</b>, AB751.</span>
|Definition=Adv. of <b class="b3">συγκόπτω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">concisely</b>, AB751.</span>
}}
{{ls
|lstext='''συγκεκομμένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συγκόπτω]], κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57.
}}
}}

Revision as of 09:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεκομμένως Medium diacritics: συγκεκομμένως Low diacritics: συγκεκομμένως Capitals: ΣΥΓΚΕΚΟΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synkekomménōs Transliteration B: synkekommenōs Transliteration C: sygkekommenos Beta Code: sugkekomme/nws

English (LSJ)

Adv. of συγκόπτω,

   A concisely, AB751.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεκομμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγκόπτω, κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57.