πλεονέκτημα: Difference between revisions
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
(13_5) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] τό, 1) Vortheil, Gewinn, Vorzug; μέγα πλ. ἂν θείην, Plat. Legg. IV, 709 c; τὰ ἐν τοῖς πολέμοις πλεονεκτήματα, Xen. Hipp. 5, 11; πρὸς πόλεμον πολλὰ πλεονεκτήμαθ' ἡμῖν ὑπάρχει, Dem. 9, 52, wie [[πλεονέκτημα]] μέγα ὑπῆρξε Φιλίππῳ 18, 60, u. öfter. – 2) Alles, wodurch tman einen Andern übervortheilt, betrügt, ἃ δίκαια οὐκ ἦν, ἀλλὰ πλεονεκτήματα τούτου Dem. 50, 38, u. Sp.; vgl. Pol. 2, 38, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] τό, 1) Vortheil, Gewinn, Vorzug; μέγα πλ. ἂν θείην, Plat. Legg. IV, 709 c; τὰ ἐν τοῖς πολέμοις πλεονεκτήματα, Xen. Hipp. 5, 11; πρὸς πόλεμον πολλὰ πλεονεκτήμαθ' ἡμῖν ὑπάρχει, Dem. 9, 52, wie [[πλεονέκτημα]] μέγα ὑπῆρξε Φιλίππῳ 18, 60, u. öfter. – 2) Alles, wodurch tman einen Andern übervortheilt, betrügt, ἃ δίκαια οὐκ ἦν, ἀλλὰ πλεονεκτήματα τούτου Dem. 50, 38, u. Sp.; vgl. Pol. 2, 38, 8. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πλεονέκτημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 709C, Δημ. 63. 1., 245. 13, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι, ἐν τοῖς πολέμοις Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 11. ΙΙ. [[πρᾶξις]] ἀπάτης ἢ ἐξαπατήσεως, [[τέχνασμα]] ἔχον ἰδιοτελεῖς σκοπούς, Δημ. 533. 28., 1218, 29., 1490. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A advantage, gain, Pl.Lg.709c, D.5.23 (pl.), 18.60, etc.: pl., gains, successes, Gorg.Pal.30; ἐν τοῖς πολέμοις X.Eq.Mag.5.11; τὰ τοῦ στρατηγοῦντος π. Chor.p.35 B.; advantages, SIG888.133 (Scaptopara, iii A. D.); excellences, virtues, Zos.4.54: so in sg., superiority, superior quality, τῆς αἰτίας Diog.Oen.39; τῆς φωνῆς Eun.Hist.p.246 D.; π. σωματικά Jul.Or.6.194c, cf. Chor.p.209 B.: metaph., τὸ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τῶν ἐναντίων π. Dam.Pr.350. II act of overreaching, undue gain, D.21.60, 50.38, Ep.5.3, Arist.Pol.1311a5; = vitium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 630] τό, 1) Vortheil, Gewinn, Vorzug; μέγα πλ. ἂν θείην, Plat. Legg. IV, 709 c; τὰ ἐν τοῖς πολέμοις πλεονεκτήματα, Xen. Hipp. 5, 11; πρὸς πόλεμον πολλὰ πλεονεκτήμαθ' ἡμῖν ὑπάρχει, Dem. 9, 52, wie πλεονέκτημα μέγα ὑπῆρξε Φιλίππῳ 18, 60, u. öfter. – 2) Alles, wodurch tman einen Andern übervortheilt, betrügt, ἃ δίκαια οὐκ ἦν, ἀλλὰ πλεονεκτήματα τούτου Dem. 50, 38, u. Sp.; vgl. Pol. 2, 38, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονέκτημα: τό, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 709C, Δημ. 63. 1., 245. 13, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι, ἐν τοῖς πολέμοις Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 11. ΙΙ. πρᾶξις ἀπάτης ἢ ἐξαπατήσεως, τέχνασμα ἔχον ἰδιοτελεῖς σκοπούς, Δημ. 533. 28., 1218, 29., 1490. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10.