καταπλαστός: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(7)
 
(6_18)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kataplasto/s
|Beta Code=kataplasto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">plastered over</b>, <b class="b3">φάρμακον καταπλαστόν</b>, = [[κατάπλασμα]], <b class="b2">plaster</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>717</span>; opp. <b class="b3">Χριστά</b> and <b class="b3">ποτά</b>, v. Sch.ad loc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">affected</b>, <b class="b3">ἀπαμφιεῖ τὸ κ. σου ἡ μέθη</b> your <b class="b2">false assumptions</b>, <span class="bibl">Men.339</span>; κ. βαρύτης Plu.2.44a.</span>
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">plastered over</b>, <b class="b3">φάρμακον καταπλαστόν</b>, = [[κατάπλασμα]], <b class="b2">plaster</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>717</span>; opp. <b class="b3">Χριστά</b> and <b class="b3">ποτά</b>, v. Sch.ad loc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">affected</b>, <b class="b3">ἀπαμφιεῖ τὸ κ. σου ἡ μέθη</b> your <b class="b2">false assumptions</b>, <span class="bibl">Men.339</span>; κ. βαρύτης Plu.2.44a.</span>
}}
{{ls
|lstext='''καταπλαστός''': -όν, ὁ καταπλασσόμενος, ἐπιτιθέμενος ὡς [[κατάπλασμα]], καταπλαστὸν [[φάρμακον]]= [[κατάπλασμα]], [[φάρμακον]] κατ. ἐνεχείρισε τρίβειν, [[τρεῖς]] κεφαλὰς σκορόδων Ἀριστοφ. Πλ. 717· [[ὅπου]] ὁ Σχολ. σημειοῖ [[τρία]] εἴδη φαρμάκων, τὰ καταπλαστὰ (καταπλασσόμενα), τὰ χριστὰ (χριόμενα) καὶ τὰ πιστὰ (=πινόμενα). ΙΙ. μεταφ., [[προσποιητός]], [[πλαστός]], ἐψιμυθιωμένος, Λατ. fucatus, τὸ κ. σου, αἱ προσποιήσεις σου, τὰ καμώματά σου, Μένανδ. ἐν «Μισουμ.» 9· κ. [[βαρύτης]] Πλούτ. 3, 44Α.
}}
}}

Revision as of 09:37, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλαστός Medium diacritics: καταπλαστός Low diacritics: καταπλαστός Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kataplastós Transliteration B: kataplastos Transliteration C: kataplastos Beta Code: kataplasto/s

English (LSJ)

όν,

   A plastered over, φάρμακον καταπλαστόν, = κατάπλασμα, plaster, Ar.Pl.717; opp. Χριστά and ποτά, v. Sch.ad loc.    II metaph., affected, ἀπαμφιεῖ τὸ κ. σου ἡ μέθη your false assumptions, Men.339; κ. βαρύτης Plu.2.44a.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλαστός: -όν, ὁ καταπλασσόμενος, ἐπιτιθέμενος ὡς κατάπλασμα, καταπλαστὸν φάρμακον= κατάπλασμα, φάρμακον κατ. ἐνεχείρισε τρίβειν, τρεῖς κεφαλὰς σκορόδων Ἀριστοφ. Πλ. 717· ὅπου ὁ Σχολ. σημειοῖ τρία εἴδη φαρμάκων, τὰ καταπλαστὰ (καταπλασσόμενα), τὰ χριστὰ (χριόμενα) καὶ τὰ πιστὰ (=πινόμενα). ΙΙ. μεταφ., προσποιητός, πλαστός, ἐψιμυθιωμένος, Λατ. fucatus, τὸ κ. σου, αἱ προσποιήσεις σου, τὰ καμώματά σου, Μένανδ. ἐν «Μισουμ.» 9· κ. βαρύτης Πλούτ. 3, 44Α.