πιλοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(b) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] Filz machend, Filzmacher, Poll. 7, 171. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] Filz machend, Filzmacher, Poll. 7, 171. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πῑλοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα ἢ πίλους, [[Πολυδ]]. Α΄, 149, Ζ΄, 171· ― πιλοποιία, ἡ, κατασκευὴ πιλημάτων ἢ πίλων, ὁ αὐτ. Α΄, 171· ― πιλοποιϊκὸς καὶ -[[ποιητικός]], ή, όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς πιλοποιίαν, [[ὕδωρ]] Γαλην.· ἡ πιλοποιητική, ἡ [[τέχνη]] τοῦ πιλοποιοῦ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 171. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:38, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A felt-maker, hatter, Id.1.149,7.171.
German (Pape)
[Seite 615] Filz machend, Filzmacher, Poll. 7, 171.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα ἢ πίλους, Πολυδ. Α΄, 149, Ζ΄, 171· ― πιλοποιία, ἡ, κατασκευὴ πιλημάτων ἢ πίλων, ὁ αὐτ. Α΄, 171· ― πιλοποιϊκὸς καὶ -ποιητικός, ή, όν, ἁρμόδιος πρὸς πιλοποιίαν, ὕδωρ Γαλην.· ἡ πιλοποιητική, ἡ τέχνη τοῦ πιλοποιοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 171.