ἐμπίπρημι: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(13_6a)
 
(6_1)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0813.png Seite 813]] (s. [[πίμπρημι]]), anzünden, in Brand stecken; Her. 1, 17; οἰκήματα ἐμπεπρησμένα 8, 144; οἰκίαν Ar. Nubb. 1484; Plat. Rep. V, 470 u. öfter; ἐνεπίμπρασαν Xen. An. 7, 4, 15; ἐμπιπράντες 5, 2, 3; ἐνεπρήσθη ὁ [[ὀπισθόδομος]] Dem. 24, 135; ὗς ἐμπεπρημένη (v. l. -σμένη), ein gesengtes oder nach Andern ein aufgeblasenes, dickes (s. [[ἐμπρήθω]]), Ar. Vesp. 36. Uebertr., pass in Zorn gerathen, Luc. – Hom. [[ἐμπρήθω]] u, [[ἐνιπρήθω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0813.png Seite 813]] (s. [[πίμπρημι]]), anzünden, in Brand stecken; Her. 1, 17; οἰκήματα ἐμπεπρησμένα 8, 144; οἰκίαν Ar. Nubb. 1484; Plat. Rep. V, 470 u. öfter; ἐνεπίμπρασαν Xen. An. 7, 4, 15; ἐμπιπράντες 5, 2, 3; ἐνεπρήσθη ὁ [[ὀπισθόδομος]] Dem. 24, 135; ὗς ἐμπεπρημένη (v. l. -σμένη), ein gesengtes oder nach Andern ein aufgeblasenes, dickes (s. [[ἐμπρήθω]]), Ar. Vesp. 36. Uebertr., pass in Zorn gerathen, Luc. – Hom. [[ἐμπρήθω]] u, [[ἐνιπρήθω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἐμπίπρημι''': (οὐχὶ ἐμπίμπρημι, ἴδε [[ἐμπίπλημι]]): γ΄ πληθ. παρατ. ἐνεπίμπρασαν Θουκ. 6. 94· [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐκ τύπου ἐμπιπράω) ἀπαρ. ἐμπιπρᾶν, Πλουτ. Κορ. 26· μετ. ἐμπιπρῶν Πολύβ. 1. 53, 4: παρατ. ἐνεπίμπρων Ξεν. Ἑλλην. 6. 5, 22: μέλλ. ἐμπρήσω Ἀριστοφ. Θεσμ. 749: ἀόρ. ἐνέπρησα Ὅμ. (μέλλ. ἐνιπρήσω Ἰλ. Ο. 702· πρβλ. [[ἐμπρήθω]]): μέσ. ἀόρ. ἐνεπρήσατο Κόϊντ. Σμ. 5. 485: ― Παθ., μετοχ. ἐμπιπραμένος Ἡρόδ. 1. 19: μέλλ. ἐμπεπρήσομαι ἢ (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐμπρήσομαι Ἡρόδ. 6. 9, πρβλ. Παυσ. 4. 7, 10, Κόϊντ. Σμ. 1. 494: ἀόρ. ἐνεπρήσθην Ἡρόδ. 5. 102., 6. 25, Θουκ., κτλ.: πρκμ. ἐμπέπρησμαι 8. 114. Καίω τι διὰ τοῦ [[πυρός]], πυρπολῶ, ἄστυ, νῆας, συχνὰ ἐν Ἰλ., τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς προσθήκης: πυρί· οὕτω, τῷ Λημνίῳ... πυρὶ ἔμπρησον Σοφ. Φ. 801· τὸν νηὸν ἐνέπρησαν Ἡρόδ. 1. 19· πρβλ. 5. 101 κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι Ἰλ. Π. 82· οἰκίαν ἐμπιπράναι Ἀριστοφ. Νεφ. 1484, κτλ.: ― Παθ., καίομαι, πυρπολοῦμαι, κλ.· ἴδε ἀνωτέρω.
}}
}}

Revision as of 09:44, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 813] (s. πίμπρημι), anzünden, in Brand stecken; Her. 1, 17; οἰκήματα ἐμπεπρησμένα 8, 144; οἰκίαν Ar. Nubb. 1484; Plat. Rep. V, 470 u. öfter; ἐνεπίμπρασαν Xen. An. 7, 4, 15; ἐμπιπράντες 5, 2, 3; ἐνεπρήσθη ὁ ὀπισθόδομος Dem. 24, 135; ὗς ἐμπεπρημένη (v. l. -σμένη), ein gesengtes oder nach Andern ein aufgeblasenes, dickes (s. ἐμπρήθω), Ar. Vesp. 36. Uebertr., pass in Zorn gerathen, Luc. – Hom. ἐμπρήθω u, ἐνιπρήθω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπίπρημι: (οὐχὶ ἐμπίμπρημι, ἴδε ἐμπίπλημι): γ΄ πληθ. παρατ. ἐνεπίμπρασαν Θουκ. 6. 94· ὡσαύτως (ὡς εἰ ἐκ τύπου ἐμπιπράω) ἀπαρ. ἐμπιπρᾶν, Πλουτ. Κορ. 26· μετ. ἐμπιπρῶν Πολύβ. 1. 53, 4: παρατ. ἐνεπίμπρων Ξεν. Ἑλλην. 6. 5, 22: μέλλ. ἐμπρήσω Ἀριστοφ. Θεσμ. 749: ἀόρ. ἐνέπρησα Ὅμ. (μέλλ. ἐνιπρήσω Ἰλ. Ο. 702· πρβλ. ἐμπρήθω): μέσ. ἀόρ. ἐνεπρήσατο Κόϊντ. Σμ. 5. 485: ― Παθ., μετοχ. ἐμπιπραμένος Ἡρόδ. 1. 19: μέλλ. ἐμπεπρήσομαι ἢ (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐμπρήσομαι Ἡρόδ. 6. 9, πρβλ. Παυσ. 4. 7, 10, Κόϊντ. Σμ. 1. 494: ἀόρ. ἐνεπρήσθην Ἡρόδ. 5. 102., 6. 25, Θουκ., κτλ.: πρκμ. ἐμπέπρησμαι 8. 114. Καίω τι διὰ τοῦ πυρός, πυρπολῶ, ἄστυ, νῆας, συχνὰ ἐν Ἰλ., τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς προσθήκης: πυρί· οὕτω, τῷ Λημνίῳ... πυρὶ ἔμπρησον Σοφ. Φ. 801· τὸν νηὸν ἐνέπρησαν Ἡρόδ. 1. 19· πρβλ. 5. 101 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως μετὰ γεν., μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι Ἰλ. Π. 82· οἰκίαν ἐμπιπράναι Ἀριστοφ. Νεφ. 1484, κτλ.: ― Παθ., καίομαι, πυρπολοῦμαι, κλ.· ἴδε ἀνωτέρω.