ζωστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(13_1)
 
(6_4)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1145.png Seite 1145]] zum Gürtel gehörig, gürtend, Beiwort des Apollo von Ζωστήρ. S. nom. pr. Ἀθηνᾶ ζωστηρία, Paus. 9, 17, 3, = [[ζώστειρα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1145.png Seite 1145]] zum Gürtel gehörig, gürtend, Beiwort des Apollo von Ζωστήρ. S. nom. pr. Ἀθηνᾶ ζωστηρία, Paus. 9, 17, 3, = [[ζώστειρα]].
}}
{{ls
|lstext='''ζωστήριος''': -α, -ον, ὁ ἔχων ζωστῆρα (ἐζωσμένος πρὸς μάχην) ἢ ἐκ τοῦ Ζωστῆρος (ἄκρας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ Κωλιάδος καὶ Σουνίου), [[ζωστήριος]] [[Ἀπόλλων]] Εὐφορίων ἐν τῷ Ε. Μ. 414, 20, Παυσ. 1. 31, 1· ζωστηρία [[Ἀθηνᾶ]] ὁ αὐτ. 9. 17, 2· ἢ [[ζώστειρα]] Λεξ. Ρητ. 261· πρβλ. Meineke Εὐφορίων. σ. 151, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. [[ζωστήρ]], Α. Β. 261, Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 09:48, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1145] zum Gürtel gehörig, gürtend, Beiwort des Apollo von Ζωστήρ. S. nom. pr. Ἀθηνᾶ ζωστηρία, Paus. 9, 17, 3, = ζώστειρα.

Greek (Liddell-Scott)

ζωστήριος: -α, -ον, ὁ ἔχων ζωστῆρα (ἐζωσμένος πρὸς μάχην) ἢ ἐκ τοῦ Ζωστῆρος (ἄκρας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ Κωλιάδος καὶ Σουνίου), ζωστήριος Ἀπόλλων Εὐφορίων ἐν τῷ Ε. Μ. 414, 20, Παυσ. 1. 31, 1· ζωστηρία Ἀθηνᾶ ὁ αὐτ. 9. 17, 2· ἢ ζώστειρα Λεξ. Ρητ. 261· πρβλ. Meineke Εὐφορίων. σ. 151, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. ζωστήρ, Α. Β. 261, Ἡσύχ.