ἀπαρέμφατος: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(13_2)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] nicht deutlich bezeichnend, προσώπων, die Personen, Ammon.; ἡ ἀπαρ. bei Gramm. der Infinitiv, sc. [[ἔγκλισις]]. Vgl. Dion. Hal. C. V. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] nicht deutlich bezeichnend, προσώπων, die Personen, Ammon.; ἡ ἀπαρ. bei Gramm. der Infinitiv, sc. [[ἔγκλισις]]. Vgl. Dion. Hal. C. V. 5.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαρέμφατος''': -ον, ([[παρεμφαίνω]]) ὁ μὴ παρεμφαίνων ἢ [[ὁρίζων]] τι, [[μετὰ]] γεν., Γραμμ., ἴδε Schäf. ἐν Διον. Ἀλ. περὶ Συνθέσ. σ. 83. ΙΙ. ἡ [[ἀπαρέμφατος]] (δηλ. [[ἔγκλισις]]), modus infinitivus, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 5, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 226 κτλ. οὕτω καὶ οὐδετέρως, τὸ ἀπαρέμφατον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 204. ― Ἐπίρρ. -τως, κατ’ ἀπαρέμφατον (ἔγκλισιν), Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 78, πρβλ. [[παρέμφασις]].
}}
}}

Revision as of 09:49, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρέμφᾰτος Medium diacritics: ἀπαρέμφατος Low diacritics: απαρέμφατος Capitals: ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΣ
Transliteration A: aparémphatos Transliteration B: aparemphatos Transliteration C: aparemfatos Beta Code: a)pare/mfatos

English (LSJ)

ον, (παρεμφαίνω)

   A not determinative or indicative, c. gen., A.D.Synt.239.8, cf. Herm.in Phdr. p.124A., Ps.-Alex.Aphr.in.SE36.17. Adv. -τως Hsch.    II ἡ ἀπαρέμφατος (sc. ἔγκλισις) the infinitive mood (cf. παρεμφατικός), D.H.Comp.5, A.D.Synt.226.20, Ps.-Alex.Aphr.in SE34.28; τὸ ἀ. S.E.P.1.204. Adv. -τως in the infinitive mood, ἀναγνῶναι take as an infinitive, A.D.Synt.76.16.

German (Pape)

[Seite 280] nicht deutlich bezeichnend, προσώπων, die Personen, Ammon.; ἡ ἀπαρ. bei Gramm. der Infinitiv, sc. ἔγκλισις. Vgl. Dion. Hal. C. V. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρέμφατος: -ον, (παρεμφαίνω) ὁ μὴ παρεμφαίνων ἢ ὁρίζων τι, μετὰ γεν., Γραμμ., ἴδε Schäf. ἐν Διον. Ἀλ. περὶ Συνθέσ. σ. 83. ΙΙ. ἡ ἀπαρέμφατος (δηλ. ἔγκλισις), modus infinitivus, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 5, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 226 κτλ. οὕτω καὶ οὐδετέρως, τὸ ἀπαρέμφατον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 204. ― Ἐπίρρ. -τως, κατ’ ἀπαρέμφατον (ἔγκλισιν), Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 78, πρβλ. παρέμφασις.