δυσωπία: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(c2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0692.png Seite 692]] ἡ, (übertriebene) Schamhaftigkeit, s. Plut. περὶ δ., de vitioso pudore. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0692.png Seite 692]] ἡ, (übertriebene) Schamhaftigkeit, s. Plut. περὶ δ., de vitioso pudore. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δυσωπία''': ἡ, καταισχύνη, ἐντρόπιασμα, ὑπερβολική [[αἰδώς]], ὡς γὰρ τὴν κατήφειαν ὁρίζονται λύπην [[κάτω]] βλέπειν ποιοῦσαν, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν [[μέχρι]] τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Πλούτ. 2. 95Β·- [[αἰτία]] ἐντροπῆς, [[αὐτόθι]] 707D. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A confusion of face, shamefacedness, Phld.Lib. p.24 O., Ph.2.603 (pl.), Plu.2.95b; false modesty, ib.528e, al.; cause for shame, ib.707e, Cic.Att.13.33.2; δυσωπίαν habere, to have an ugly look, ib.16.15.2; τὰς δ. (v.l. δυστροπίας) τὰς ἐν τοῖς διαπορηθεῖσι dub. in Ph.1.330.
German (Pape)
[Seite 692] ἡ, (übertriebene) Schamhaftigkeit, s. Plut. περὶ δ., de vitioso pudore.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωπία: ἡ, καταισχύνη, ἐντρόπιασμα, ὑπερβολική αἰδώς, ὡς γὰρ τὴν κατήφειαν ὁρίζονται λύπην κάτω βλέπειν ποιοῦσαν, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν μέχρι τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Πλούτ. 2. 95Β·- αἰτία ἐντροπῆς, αὐτόθι 707D.