διαθρυλέω: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(4) |
(6_1) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diaqrule/w | |Beta Code=diaqrule/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">spread abroad</b>, mostly in pf. and plpf. Pass., <b class="b2">to be commonly reported</b>, διετεθρύλητο ὡς . . <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.1.2</span>; <b class="b2">to be hackneyed</b>, of a quotation, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cim.</span>15</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">to be talked deaf</b>, διαθρυλουμένους ὑπό σου <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.37</span>; διατεθρύλημαι ἀκούων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>205b</span>; διατεθρυλημένος τὰ ὦτα <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>358c</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">spread abroad</b>, mostly in pf. and plpf. Pass., <b class="b2">to be commonly reported</b>, διετεθρύλητο ὡς . . <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.1.2</span>; <b class="b2">to be hackneyed</b>, of a quotation, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cim.</span>15</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">to be talked deaf</b>, διαθρυλουμένους ὑπό σου <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.37</span>; διατεθρύλημαι ἀκούων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>205b</span>; διατεθρυλημένος τὰ ὦτα <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>358c</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαθρῡλέω''': (ἴδε ἐν λ. [[θρυλέω]], = [[διαθροέω]])· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντέλ. Παθ., κοινῶς λέγομαι, διαφημίζομαι, διακωδωνίζομαι, διετεθρύλητο ὡς… Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, πρβλ. Πλούτ. Κίμ. 15. ΙΙ. ἐκκωφοῦμαι ἐκ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας, «ξεκωφαίνομαι», διαθρυλούμενος ὑπό σου Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· διατεθρύλημαι ἀκούων Πλάτ. Λύσ. 205Β· διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ὁ αὐτ. Πολ. 358C. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 5 August 2017
English (LSJ)
A spread abroad, mostly in pf. and plpf. Pass., to be commonly reported, διετεθρύλητο ὡς . . X.Mem.1.1.2; to be hackneyed, of a quotation, Plu.Cim.15. II Pass., to be talked deaf, διαθρυλουμένους ὑπό σου X.Mem.1.2.37; διατεθρύλημαι ἀκούων Pl.Ly.205b; διατεθρυλημένος τὰ ὦτα Id.R.358c.
Greek (Liddell-Scott)
διαθρῡλέω: (ἴδε ἐν λ. θρυλέω, = διαθροέω)· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντέλ. Παθ., κοινῶς λέγομαι, διαφημίζομαι, διακωδωνίζομαι, διετεθρύλητο ὡς… Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, πρβλ. Πλούτ. Κίμ. 15. ΙΙ. ἐκκωφοῦμαι ἐκ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας, «ξεκωφαίνομαι», διαθρυλούμενος ὑπό σου Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· διατεθρύλημαι ἀκούων Πλάτ. Λύσ. 205Β· διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ὁ αὐτ. Πολ. 358C.