ἐγκρίς: Difference between revisions
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(13_1) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0710.png Seite 710]] ίδος, ἡ, eine Kuchenart, com. Ath. XIV, 645 d; Epicharm. Ath. III, 110 c; Suid. erkl. [[γλύκασμα]] ἐξ ἐλαίου ύδαρές. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0710.png Seite 710]] ίδος, ἡ, eine Kuchenart, com. Ath. XIV, 645 d; Epicharm. Ath. III, 110 c; Suid. erkl. [[γλύκασμα]] ἐξ ἐλαίου ύδαρές. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐγκρίς''': -ίδος, ἡ, [[πλακοῦς]] παρεσκευασμένος μετ’ ἐλαίου καὶ μέλιτος, καλούμενος καὶ [[ταγηνίας]], «τηγανίτα», Στησίχ. 2, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:13, 5 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A a cake made with oil and honey, Stesich.2, Pherecr. 83, Antiph.275, LXX Ex.16.31, Ph.1.214; also expld. as, = ἀμανίτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 710] ίδος, ἡ, eine Kuchenart, com. Ath. XIV, 645 d; Epicharm. Ath. III, 110 c; Suid. erkl. γλύκασμα ἐξ ἐλαίου ύδαρές.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρίς: -ίδος, ἡ, πλακοῦς παρεσκευασμένος μετ’ ἐλαίου καὶ μέλιτος, καλούμενος καὶ ταγηνίας, «τηγανίτα», Στησίχ. 2, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2, κτλ.