χεσᾶς: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(c1) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] ᾶντος, ὁ, der Scheißer; Schol. Ar. Av. 790; Poll. 5, 91. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] ᾶντος, ὁ, der Scheißer; Schol. Ar. Av. 790; Poll. 5, 91. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χεσᾶς''': ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[διάρροια]] πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, [[Πολυδ]]. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 5 August 2017
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ,
A = χεζητιῶν, Poll.5.91, Sch.Ar.Av.791, Suid.
German (Pape)
[Seite 1351] ᾶντος, ὁ, der Scheißer; Schol. Ar. Av. 790; Poll. 5, 91.
Greek (Liddell-Scott)
χεσᾶς: ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ διάρροια πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, Πολυδ. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12.