πωρώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(a) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0828.png Seite 828]] ες, tuffsteinartig, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0828.png Seite 828]] ες, tuffsteinartig, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πωρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πωρίνῳ λίθῳ, ἢ [[πώρινος]], «παχύνονται δὲ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῦτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πορώδεις λίθοι συνίστανται» Γαλην. τ. 6, 760, 15, Ἡσύχ., ἐν λ. [[σπίλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 5 August 2017
English (LSJ)
ες,
A like πῶρος, Gal.6.760, Hsch. s.v. σπῖδος.
German (Pape)
[Seite 828] ες, tuffsteinartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πωρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πωρίνῳ λίθῳ, ἢ πώρινος, «παχύνονται δὲ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῦτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πορώδεις λίθοι συνίστανται» Γαλην. τ. 6, 760, 15, Ἡσύχ., ἐν λ. σπίλος.