Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαπαρθενεύω: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(13_2)
 
(6_5)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0594.png Seite 594]] entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρθενευμένη, διεπαρθένευσε, διαπεπαρθενευκότα, διεπαρθένευσα Comici bei Poll. 3, 42.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0594.png Seite 594]] entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρθενευμένη, διεπαρθένευσε, διαπεπαρθενευκότα, διεπαρθένευσα Comici bei Poll. 3, 42.
}}
{{ls
|lstext='''διαπαρθενεύω''': ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν κόρης, [[διαφθείρω]] κόρην, Ἡρόδ. 4. 168, Διοκλ. Ἀδήλ. 3, Ἀντιφ. Γλαυκ. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 53· - οὐσιαστ. διαπαρθένευσις, εως, ἡ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 20· καὶ -ευτής, οῦ, ὁ, Γλωσσ.
}}
}}

Revision as of 10:22, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 594] entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρθενευμένη, διεπαρθένευσε, διαπεπαρθενευκότα, διεπαρθένευσα Comici bei Poll. 3, 42.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαρθενεύω: ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν κόρης, διαφθείρω κόρην, Ἡρόδ. 4. 168, Διοκλ. Ἀδήλ. 3, Ἀντιφ. Γλαυκ. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 53· - οὐσιαστ. διαπαρθένευσις, εως, ἡ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 20· καὶ -ευτής, οῦ, ὁ, Γλωσσ.