ὀδοντογλυφίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(a)
 
(6_12)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0293.png Seite 293]] ίδος, ἡ, Zahnstocher, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0293.png Seite 293]] ίδος, ἡ, Zahnstocher, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ὀδοντογλυφίς''': -ίδος, καὶ ὀδοντόγλυφον, γλυφὶς πρὸς ξέσιν ἢ καθαρισμὸν ὀδόντων, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
}}
}}

Revision as of 10:25, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 293] ίδος, ἡ, Zahnstocher, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντογλυφίς: -ίδος, καὶ ὀδοντόγλυφον, γλυφὶς πρὸς ξέσιν ἢ καθαρισμὸν ὀδόντων, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.