λυγκούριον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
(8) |
(6_23) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=lugkou/rion | |Beta Code=lugkou/rion | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[λυγγούριον]].</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[λυγγούριον]].</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λυγκούριον''': λιγκούριον, ἢ [[λιγγούριον]], τό, [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου· κατά τινας [[εἶδος]] ὑπερύθρου ἠλέκτρου («κεχριμπαρίου»), ἀλλὰ πιθανώτερον ὁ παρὰ νεωτέροις ὑάκινθος ([[ἄλλος]] ἢ ὁ παρὰ παλαιοῖς (ἴδε τὴν λέξ. ὑάκινθος), Θεοφρ. π. Λίθ. 26, Διοσκ. 2. 100. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:27, 5 August 2017
English (LSJ)
A v. λυγγούριον.
Greek (Liddell-Scott)
λυγκούριον: λιγκούριον, ἢ λιγγούριον, τό, εἶδος πολυτίμου λίθου· κατά τινας εἶδος ὑπερύθρου ἠλέκτρου («κεχριμπαρίου»), ἀλλὰ πιθανώτερον ὁ παρὰ νεωτέροις ὑάκινθος (ἄλλος ἢ ὁ παρὰ παλαιοῖς (ἴδε τὴν λέξ. ὑάκινθος), Θεοφρ. π. Λίθ. 26, Διοσκ. 2. 100.