ἐξεμέω: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
(13_4)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] (s. [[ἐμέω]]), ausspeien; ἐξεμέσειε Od. 12, 237. 437, von der Charybdis; Ar. Ach. 561, u. öfter absolut, sich erbrechen; ἐξεμέσαι τὸ [[νόσημα]] Plat. Rep. III, 406 b; Sp.; ἐξεμεθήσεται LXX. Bei Hes. Th. 497 λίθον [[ἐξήμησε]], richtiger ἐξήμεσσε.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] (s. [[ἐμέω]]), ausspeien; ἐξεμέσειε Od. 12, 237. 437, von der Charybdis; Ar. Ach. 561, u. öfter absolut, sich erbrechen; ἐξεμέσαι τὸ [[νόσημα]] Plat. Rep. III, 406 b; Sp.; ἐξεμεθήσεται LXX. Bei Hes. Th. 497 λίθον [[ἐξήμησε]], richtiger ἐξήμεσσε.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξεμέω''': μέλλ. -έσω, ἐξεμῶ, «ξερνῶ», ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, ἦ τοι ὅτ’ ἐξεμέσειε Ὀδ. Μ. 237· ὄφρ’ ἐξεμέσειεν [[ὀπίσσω]] [[αὐτόθι]] 437· πρβλ. Ἡσ. Θ. 497 ([[ἔνθα]] ὁ [[παράδοξος]] ἀόρ. ἐξήμησε [[ἴσως]] ἔπρεπε νὰ διορθωθῇ ἐξήμεσσε)· ἐξεμέσαι τὸ [[νόσημα]] Πλάτ. Πολ. 406D· μεταφ., τοῖς [[πέντε]] ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 6· ἅττ’ ἂν κεκλόφωσί μου ὁ αὐτ. Ἱππ. 1148. 2) ἀπολ., ἐμῶ, «ξερνῶ», ὁ αὐτ. Ἀχ. 586, Βάτρ. 11.
}}
}}

Revision as of 10:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεμέω Medium diacritics: ἐξεμέω Low diacritics: εξεμέω Capitals: ΕΞΕΜΕΩ
Transliteration A: exeméō Transliteration B: exemeō Transliteration C: eksemeo Beta Code: e)ceme/w

English (LSJ)

pf.

   A ἐξεμήμεκα Aristid.Or.50(26).5 (v.l. ἐξημεκώς), Hsch.:— vomit forth, disgorge, of Charybdis, ὅτ' ἐξεμέσειε . . Od.12.237; ὄφρ' ἐξεμέσειεν ὀπίσσω .. ib.437: aor. 1 ἐξήμησε Hes.Th.497 codd.; ἐ. τὸ νόσημα Pl.R.406d; πάντα ἐ. ἀκριβῶς Diocl.Fr.139; λώπιον μεστὸν ὧν ἐξήμεσε κακῶν IG4.952.128 (Epid.): metaph., disgorge ill-gotten gains, τὰ τάλαντα Ar.Ach.6; ἅττ' ἂν κεκλόφωσί μου Id.Eq.1148: abs., Lib.Or.63.22; also νειόθεν ἐξεμέσαι Cerc.4.55; also of rejecting an opinion, Gal.5.325.    2 abs., vomit, be sick, Ar.Ra.11.

German (Pape)

[Seite 877] (s. ἐμέω), ausspeien; ἐξεμέσειε Od. 12, 237. 437, von der Charybdis; Ar. Ach. 561, u. öfter absolut, sich erbrechen; ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Plat. Rep. III, 406 b; Sp.; ἐξεμεθήσεται LXX. Bei Hes. Th. 497 λίθον ἐξήμησε, richtiger ἐξήμεσσε.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεμέω: μέλλ. -έσω, ἐξεμῶ, «ξερνῶ», ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, ἦ τοι ὅτ’ ἐξεμέσειε Ὀδ. Μ. 237· ὄφρ’ ἐξεμέσειεν ὀπίσσω αὐτόθι 437· πρβλ. Ἡσ. Θ. 497 (ἔνθαπαράδοξος ἀόρ. ἐξήμησε ἴσως ἔπρεπε νὰ διορθωθῇ ἐξήμεσσε)· ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Πλάτ. Πολ. 406D· μεταφ., τοῖς πέντε ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 6· ἅττ’ ἂν κεκλόφωσί μου ὁ αὐτ. Ἱππ. 1148. 2) ἀπολ., ἐμῶ, «ξερνῶ», ὁ αὐτ. Ἀχ. 586, Βάτρ. 11.