κοσκινόρινος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
(7)
 
(6_16)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=koskino/rinos
|Beta Code=koskino/rinos
|Definition=(-ριος cod.)<b class="b3">· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός</b>, Hsch.
|Definition=(-ριος cod.)<b class="b3">· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός</b>, Hsch.
}}
{{ls
|lstext='''κοσκινόρινος''': -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν [[ῥινός]]», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 10:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνόρῑνος Medium diacritics: κοσκινόρινος Low diacritics: κοσκινόρινος Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΡΙΝΟΣ
Transliteration A: koskinórinos Transliteration B: koskinorinos Transliteration C: koskinorinos Beta Code: koskino/rinos

English (LSJ)

(-ριος cod.)· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκινόρινος: -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.