κοσκινόρινος

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνόρῑνος Medium diacritics: κοσκινόρινος Low diacritics: κοσκινόρινος Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΡΙΝΟΣ
Transliteration A: koskinórinos Transliteration B: koskinorinos Transliteration C: koskinorinos Beta Code: koskino/rinos

English (LSJ)

(-ριος cod.)· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκινόρινος: -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κοσκινόρινος, ὁ (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινόρρινος, μελάρρινος].

German (Pape)

[ρῑ], mit einem wie ein Sieb durchlöcherten Leder, vielleicht von einem alten Schilde, Hesych.; oder ein Fell, zum Siebmachen geeignet.