ὑαλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
(13_4)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1168.png Seite 1168]] ές, 1) glasartig, durchsichtig wie Glas; Hippocr.; Plut. plac. phil. 2, 20. – 2) ὁ [[ὑαλοειδής]], eine Steinart, vielleicht unser Topas od. Hyacinth, Theophr. – [Υ wird bei den epischen Dichtern auch
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1168.png Seite 1168]] ές, 1) glasartig, durchsichtig wie Glas; Hippocr.; Plut. plac. phil. 2, 20. – 2) ὁ [[ὑαλοειδής]], eine Steinart, vielleicht unser Topas od. Hyacinth, Theophr. – [Υ wird bei den epischen Dichtern auch
}}
{{ls
|lstext='''ὑᾰλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ὕαλον, [[διαφανής]], χυμὸς Πραξαγ. παρὰ Γαλην.· [[ἥλιος]] Φιλόλ. παρὰ Πλουτ. 2. 890Α· ὁ ὑαλ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ, ὁ [[τρίτος]] χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ ὃς καὶ φακοειδὴς καὶ κρυσταλλοειδὴς λέγεται ὑπὸ τῶν ἰατρῶν, [[Πολυδ]]. Β΄, 71. 2) ὁ ὑαλ. [[λίθος]], πολύτιμός τις [[λίθος]], τὸ νῦν καλούμενον τοπάζιον, Θεοφρ. περὶ Λίθων 30, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 277. [Ἴδε [[ὕαλος]] ἐν τέλει].
}}
}}

Revision as of 10:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλοειδής Medium diacritics: ὑαλοειδής Low diacritics: υαλοειδής Capitals: ΥΑΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: hyaloeidḗs Transliteration B: hyaloeidēs Transliteration C: yaloeidis Beta Code: u(aloeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like glass, glassy, transparent, ὑγρόν vitreous humour, Gal.UP14.6, cf. Id.19.358; ἥλιος Philol. ap. Placit.2.20.12 (also ὑελ- ib. 2.25.11); ὁ ὑ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ the crystalline lens of the eye, Medici ap.Poll.2.71.    2 ἡ ὑ. λίθος a precious stone, perh. topaz, Thphr.Lap.30; ὑαλοειδέες . . τόπαζοι Orph.L.280. [v. ὕαλος fin.]

German (Pape)

[Seite 1168] ές, 1) glasartig, durchsichtig wie Glas; Hippocr.; Plut. plac. phil. 2, 20. – 2) ὁ ὑαλοειδής, eine Steinart, vielleicht unser Topas od. Hyacinth, Theophr. – [Υ wird bei den epischen Dichtern auch

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὕαλον, διαφανής, χυμὸς Πραξαγ. παρὰ Γαλην.· ἥλιος Φιλόλ. παρὰ Πλουτ. 2. 890Α· ὁ ὑαλ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ, ὁ τρίτος χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ ὃς καὶ φακοειδὴς καὶ κρυσταλλοειδὴς λέγεται ὑπὸ τῶν ἰατρῶν, Πολυδ. Β΄, 71. 2) ὁ ὑαλ. λίθος, πολύτιμός τις λίθος, τὸ νῦν καλούμενον τοπάζιον, Θεοφρ. περὶ Λίθων 30, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 277. [Ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].