περιθριγκόω: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(c2)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0577.png Seite 577]] rings umher mit einem Rande umgeben, umzäunen, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας, Plut. Mar. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0577.png Seite 577]] rings umher mit einem Rande umgeben, umzäunen, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας, Plut. Mar. 21.
}}
{{ls
|lstext='''περιθριγκόω''': περιφράττω ὁλόγυρα, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Πλουτ. Μάρ. 21. - Παθ., περιφράττομαι, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Κλήμ. Ἀλ. 303.
}}
}}

Revision as of 10:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιθριγκόω Medium diacritics: περιθριγκόω Low diacritics: περιθριγκόω Capitals: ΠΕΡΙΘΡΙΓΚΟΩ
Transliteration A: perithrinkóō Transliteration B: perithrinkoō Transliteration C: perithrigkoo Beta Code: periqrigko/w

English (LSJ)

   A edge or fence all round, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Plu.Mar.21.

German (Pape)

[Seite 577] rings umher mit einem Rande umgeben, umzäunen, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας, Plut. Mar. 21.

Greek (Liddell-Scott)

περιθριγκόω: περιφράττω ὁλόγυρα, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Πλουτ. Μάρ. 21. - Παθ., περιφράττομαι, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Κλήμ. Ἀλ. 303.