ἐναποτίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(c2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0828.png Seite 828]] (s. [[τίνω]]), darin als Buße (Proceßkosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0828.png Seite 828]] (s. [[τίνω]]), darin als Buße (Proceßkosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.
}}
{{ls
|lstext='''ἐναποτίνω''': δαπανῶ εἰς δίκας ἔν τινι τόπῳ, πόλιν … πᾶσι κοινὴν ἐναποτῖσαι χρήματα, «παρ’ ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐμβιῶναι καὶ ἐνοικεῖν εἶπεν ἐναποτῖσαι χρήματα, εἰς τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων, ὅτι συκοφαντούμενοι οἱ πολλοὶ ἀπέτινον χρήματα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 38.
}}
}}

Revision as of 10:37, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποτίνω Medium diacritics: ἐναποτίνω Low diacritics: εναποτίνω Capitals: ΕΝΑΠΟΤΙΝΩ
Transliteration A: enapotínō Transliteration B: enapotinō Transliteration C: enapotino Beta Code: e)napoti/nw

English (LSJ)

   A pay or spend in litigation in a place, πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα Ar.Av.38.

German (Pape)

[Seite 828] (s. τίνω), darin als Buße (Proceßkosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποτίνω: δαπανῶ εἰς δίκας ἔν τινι τόπῳ, πόλιν … πᾶσι κοινὴν ἐναποτῖσαι χρήματα, «παρ’ ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐμβιῶναι καὶ ἐνοικεῖν εἶπεν ἐναποτῖσαι χρήματα, εἰς τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων, ὅτι συκοφαντούμενοι οἱ πολλοὶ ἀπέτινον χρήματα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 38.