κυκνοκάνθαρος: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(7)
 
(6_14)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kuknoka/nqaros
|Beta Code=kuknoka/nqaros
|Definition=ὁ, a kind of ship <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">between</b> κύκνος 11 <b class="b2">and</b> κάνθαρος 111, <span class="bibl">Nicostr.Com.10</span>.</span>
|Definition=ὁ, a kind of ship <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">between</b> κύκνος 11 <b class="b2">and</b> κάνθαρος 111, <span class="bibl">Nicostr.Com.10</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''κυκνοκάνθᾰρος''': ὁ, [[εἶδος]] πλοίου μετέχοντος τοῦ κύκνου (ΙΙ) καὶ τοῦ κανθάρου (ΙΙΙ), ἡ [[ναῦς]] δὲ πότερ’ εἰκόσορός ἐστιν ἢ [[κύκνος]] ἢ [[κάνθαρος]]; ― [[ἀμέλει]] [[κυκνοκάνθαρος]]· ἐξ ἀμφοτέρων τούτων κεκεραμευμένος Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1.
}}
}}

Revision as of 10:49, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνοκάνθᾰρος Medium diacritics: κυκνοκάνθαρος Low diacritics: κυκνοκάνθαρος Capitals: ΚΥΚΝΟΚΑΝΘΑΡΟΣ
Transliteration A: kyknokántharos Transliteration B: kyknokantharos Transliteration C: kyknokantharos Beta Code: kuknoka/nqaros

English (LSJ)

ὁ, a kind of ship

   A between κύκνος 11 and κάνθαρος 111, Nicostr.Com.10.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνοκάνθᾰρος: ὁ, εἶδος πλοίου μετέχοντος τοῦ κύκνου (ΙΙ) καὶ τοῦ κανθάρου (ΙΙΙ), ἡ ναῦς δὲ πότερ’ εἰκόσορός ἐστιν ἢ κύκνοςκάνθαρος; ― ἀμέλει κυκνοκάνθαρος· ἐξ ἀμφοτέρων τούτων κεκεραμευμένος Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1.